Ισολογισμός
του Γιώργου Μουτσινά
Ερασιτέχνης άνθρωπος είμαι
πόσο καλύτερα παράπονα να φτιάξω;
Κική Δημουλά, Γενεά υπάγει και γενεά έρχεται
Προς ομοτέχνους
Είκοσι Ιουνίου.
Λιγότερο από ώρες, για τη λήξη.
Ισολογισμός.
Έσοδα, έξοδα· έσοδα, έξοδα…
Είμαι καλός στα μαθηματικά.
Κατ’ ανάγκην.
Ξέρω να λογαριάζω τυφλοσούρτη την εργατοώρα, το επίδομα παραμεθορίου από μνήμης· να τσεκάρω το θέσης, το «μη ληφθείσης», την υπερωριακή αποζημίωση…
Κατ’ ανάγκην· όλα κατ’ ανάγκην· πάντοτε κατ’ ανάγκην…
Λεία των αριθμών, σπαζοκεφαλιάζω· πόσα εισιτήρια έκοψα, πόσα ακύρωσα, πόσα πλήρωσα, πόσα έχασα… Σε πόσα «αντίο», μονάχα είκασα τον προορισμό· με πόσα τον συμβίβασα, με πόσα τον εξαργύρωσα… Σε πόσα ξενικά σεντόνια πλάγιασα, επιτροχάδην μισθωμένων οικοσκευών, άρδην περιμένοντας μια πεπερασμένη τοποθέτηση να ζαλωθώ… Για ψίχουλα.
Τελικά στην αριθμητική χωλαίνω· δε βγαίνουνε τα νούμερα.
Και πάλι, πώς να συμπράξεις με τα Όνειρα –εδώ τα λοίσθια με τα μένεα δεν ομονοούν–; Γιατί ούτε κι εσύ, ούτε φυσικά κι εγώ, ξέρω ποιος θα μεγαλώσει τα παιδιά, που αναβάλλονται μέσ’ απ’ τα σπλάχνα της γυναίκας μου, για να γεννηθούν· ούτε και ξέρω ποιος θα τρέξει, ποιος· ποιος θα υπομείνει, ποιος θα κοπιάσει, ποιος θα ματώσει για σένα και για μένα, ποιος, ποιος· ποιος θ’ απαλύνει τον ολοφυρμό της μάνας μου και του πατέρα μου, που συνηθίσαν να γερνάν ερήμην μου· που έμαθαν να με γνωρίζουν από τις φωτογραφίες κι από το τηλέφωνο, σε πείσμα μου να δουλέψω για το μεράκι και για τον καημό μου… Ούτε και ξέρω πώς θα φρενάρω τα νιάτα μου, που οξειδώνονται στην εσχατιά· ούτε και ξέρω πώς φτάσαμε να δουλεύουμε μόνο για να δουλεύουμε· ούτε και ξέρω πότε και πώς θα βρει τέλος αυτή η φάμπρικα, που μας κατάντησε βαλίτσες· που επιμένει να μας σφετερίζεται· που εμμένει μονάχα να μας σκώπτει· να μας εμπαίζει· να μας λοιδορεί…
Είκοσι Ιουνίου.
Λιγότερο από ώρες, για τη λήξη.
Ισολογισμός.
Ή παραλογισμός.
Όπως και να ’χει, ν’ αντέξεις είναι το θέμα, όχι να καταλάβεις· αν μη τι άλλο, να βγάλεις την Ουτοπία ασπροπρόσωπη…