Η απόφαση των Βρετανών να πάρουν διαζύγιο θα προκαλέσει δύο τουλάχιστον ζητήματα που άπτονται της γλωσσικής πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης και σχετίζονται με την αναπόφευκτη απόλυση των Βρετανών υπηκόων που υπηρετούν στις υπηρεσίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
1. Ποιοι θα καλύπτουν τις ανάγκες σε αγγλική γλώσσα των μεταφραστικών υπηρεσιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης; Θα παραμείνουν στις θέσεις τους οι αγγλόφωνοι μεταφραστές με βρετανική υπηκοότητα ή θα αντικατασταθούν, λόγω Brexit, από άλλους; Θα μπορέσει η Ιρλανδία να καλύψει το τεράστιο κενό που θα προκύψει ή θα αναλάβουν μεταφραστές από άλλα κράτη μέλη να καλύψουν το κενό αυτό; Επειδή όλοι γνωρίζουμε ότι η αγγλική γλώσσα, ενίοτε, δεινοπαθεί όταν ομιλείται από μη έχοντες την αγγλική γλώσσα ως μητρική, η Ευρωπαϊκή Ένωση οφείλει να ασχοληθεί σοβαρά με το μέλλον της αγγλικής γλώσσας στις μεταφραστικές υπηρεσίες της, καθώς τα κείμενα που παράγονται στην Ευρωπαϊκή Ένωση οφείλουν τα πληρούν ορισμένα κριτήρια ποιότητας. Ως γνωστόν, τα κείμενα αυτά ενσωματώνονται στις εθνικές έννομες τάξεις των κρατών μελών και χρησιμοποιούνται ως τεκμήρια σε δικαστικές διαφορές, οι οποίες βασίζονται ή έχουν σχέση με το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Εάν οι μεταφραστικές υπηρεσίες, με ελάχιστους πλέον βρετανούς μεταφραστές και αναθεωρητές, επικεντρωθούν, ως οφείλουν, στη μετάφραση των νομοθετικών πράξεων, θα τεθεί εύλογα το ερώτημα ποιος συντάσσει και ελέγχει την ποιότητα των λοιπών εγγράφων που παράγονται στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Ποιος και πώς θα καλυφθεί αυτό το έλλειμμα;
2. Από το τελευταίο ερώτημα προκύπτει ένα άλλο, τεράστιο ζήτημα. Εάν απολυθούν οι Βρετανοί υπήκοοι από τις υπηρεσίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και δεν επαρκεί το προσωπικό για να καλύψει πλήρως και ποιοτικά την παραγωγή κειμένων εργασίας σε αγγλική γλώσσα, ποιες γλώσσες θα χρησιμοποιούνται στις συναντήσεις; Μέχρι σήμερα, η αγγλική γλώσσα εθεωρείτο δεδομένη και σε ορισμένες συναντήσεις χρησιμοποιείτο και η γαλλική γλώσσα. Από τη στιγμή που θα ολοκληρωθεί το διαζύγιο, πώς θα προσαρμοστεί η γλωσσική πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης;