«Είχα ανέμελα παιδικά χρόνια, πήγα σε μεικτό σχολείο και αυτό με βοήθησε να διαμορφώσω έναν ισορροπημένο ψυχισμό. Οι κοπέλες, οι ωραίες κοπάνες, ο κινηματογράφος, είναι όσα σε κάνουν να κοντρολάρεις την ηδονή και τις απαιτήσεις σου στην πορεία. Πέρασα στη θεολογική σχολή στη Θεσσαλονίκη. Ήταν η εποχή της αποχουντοποίησης, διώχναμε τους καθηγητές που είχαν συνεργαστεί με τη Χούντα, νομίζαμε πως θα αλλάζαμε τον κόσμο. Μια τρύπα στο νερό κάναμε…»
Εκπαιδευτικός που διορίστηκε και συνταξιοδοτήθηκε τελικά, στο Καπαρέλλι Θηβών. Εκεί όπου κατόρθωσε το 2008 να «βάλει» το σχολείο δεύτερης (και τρίτης και τέταρτης, όπως λέει) ευκαιρίας στις φυλακές.
Δεν ξέρω πόσο εύκολο είναι να σηκώσει κανείς ένα μαχαίρι, ξέρω όμως πόσο εύκολο είναι να αφοριστεί από μια κοινωνία που διψά για νομιμοποιημένο αίμα, αναζητά να εξαγνιστεί για το γεγονός ότι εγκληματεί καθημερινά με την αδιαφορία της. «Τα δεινά του εγκλεισμού είναι για όλους ίδια. Ο νεκρός χρόνος, η μελαγχολία, οι τάσεις για αυτοκτονία. Οι γυναίκες όμως θέλουν άλλη τεχνική, ο ψυχισμός τους είναι περίπλοκος. Χρειάζονται περισσότερο συναίσθημα και επινοητικότητα. Τους δείχνουμε διαρκώς την επιθυμίας μας να βρουν την ελευθερία μέσα στον εγκλεισμό. Προσπαθούμε να ζωντανεύουμε τις ανάγκες που η φυλακή τους νεκρώνει».
Φυλακισμένες γυναίκες! Άνθρωποι που δεν ονειρεύτηκαν κελιά αλλά φτερά που σκόρπισαν, όταν ακόμη ήταν παιδιά. «Τις βοηθάμε να βρουν ένα σπίτι αφού αποφυλακιστούν, πληρώνουμε το πρώτο νοίκι, δίνουμε κάποια τρόφιμα. Συνεργαζόμαστε με την «ΕΠΑΝΟΔΟ«, το επίσημο πρόγραμμα επανένταξης αποφυλακισμένων, που σημαίνει ότι μια αποφυλακισμένη μπορεί να μείνει 15 μέρες σ’ ένα ξενοδοχείο δωρεάν, ώστε να έχουμε χρόνο να της βρούμε ένα σπίτι. Το Δίκτυο αφορά μόνο γυναίκες, λόγω δικής μας αδυναμίας να ανταποκριθούμε σε μεγαλύτερο πληθυσμό. Τις στηρίζουμε πρώτα ψυχολογικά και έπειτα υλικά, στο βαθμό βέβαια που μπορούμε»
Δεν τις εγκαταλείπουν, είναι δίπλα τους όταν εκείνες κληθούν να αντιμετωπίσουν μια καθημερινότητα που λησμόνησαν, κλεισμένες σε τοίχους και κάγκελα. Το τηλέφωνο του χτυπά και εκείνος προσπαθεί πάντα να ανατροφοδοτεί το κουράγιο τους, σε μια κοινωνία που δε λογαριάζει παρελθόν, μόνο ένα παρόν που τρέχει. Από έπιπλα, μέχρι επιταγές από super market και μια απύθμενη κατανόηση και πεποίθηση ότι όλα θα πάνε καλά, είναι όσα προσπαθούν να προσφέρουν με σεβασμό και αξιοπρέπεια.
Κάθε μέρα, φυλακιζόμαστε με τη θέληση μας σε δειλινά που χάνονται χωρίς να τα έχουμε θρηνήσει, χωρίς να κλάψουμε για τη μέρα που πήραν μαζί τους, για το χρόνο μας που πάντα λιγοστεύει.
«Μεγάλωσα σ’ ένα σπίτι, που προβλήματα μας ήταν αυτά των άλλων. Δεν υπάρχει μεγαλύτερη χαρά από το να ελευθερώνεσαι απ’ τον φιλοτομαρισμό σου, να μη φοβάσαι, να έχεις πάντα αποθέματα αγκαλιάς και αγάπης».
Είναι 5 το απόγευμα και όλα λούζονται σε ένα πορτοκαλί χρώμα. Η μέρα μεγαλώνει και ένα καπνογόνο θέλω να ανάψει στο χέρι μου. Ένα καπνογόνο-φωνή απ’ τα κελιά που μουρμουρίζουν στίχους των νιάτων μας, που σιγά φωνάζουν: «Ήρθαμε που ήρθαμε, φτιάξτε τα ωραία, θέλουμε δωμάτια με θέα».