Στην διάταξη του άρθρου 5 του Ν. 4283/2014 ΦΕΚ 189 Α΄/10-9-2014), και ειδικότερα την παράγραφο 4 του ανωτέρου άρθρου αναφέρεται: «Η διανυθείσα από 1.9.2012 και εντεύθεν υπηρεσία των αναπληρωτών εκπαιδευτικών προσµετράται. Οι ενιαίοι πίνακες αναπληρωτών εκπαιδευτικών τροφοδοτούνται από το ανωτέρω χρονικό διάστηµα µε τα στοιχεία προϋπηρεσίας από το σχολικό έτος 2015-2016.» Η ανωτέρω διάταξη, οδηγούσε στο λεγόμενο «άνοιγμα» των Ενιαίων Πινάκων Αναπληρωτών, με το κενοφανές, όμως και όπως θα εξηγηθεί, αντισυνταγματικό αποτέλεσμα αφενός της μη προσμέτρησης της προϋπηρεσίας που αποκτήθηκε κατά τα σχολικά έτη 2010-2012 και αφετέρου τον διπλό υπολογισμό των μοριών για την υπηρέτηση σε δυσπρόσιτες σχολικές μονάδες.
Να σημειωθεί εδώ για τον ιστορικό του μέλλοντος, ότι η επιλογή αυτή της τότε πολιτικής ηγεσίας, έγινε με την αιτιολογία, εκτός των άλλων, ότι κατά το έτος 2012 δεν διενεργήθηκε ΑΣΕΠ (προφανώς χωρίς για αυτό να ευθύνεται ο αναπληρωτής εκπαιδευτικός) και άρα η προϋπηρεσία της περιόδου 2010-2012 δεν υπολογίστηκε ενώ θεωρήθηκε ότι διενεργήθηκε ένας οιονεί ΑΣΕΠ» το 2012.
Για να επανέλθουμε, η διάταξη του άρθρου 5 του Ν. 4283/2014 πάσχει ως προς τη συνταγματικότητά της, εκτός των άλλων λόγων (αντίθετη στις αρχές της ισότητας, της αξιοκρατίας, της προστατευόμενης εμπιστοσύνης του πολίτη προς την Διοίκηση) και για τον λόγο ότι κατά τρόπο αυθαίρετο αφαιρεί από εκπαιδευτικούς πραγματική προϋπηρεσία που αποκτήθηκε, επηρεάζοντας την τοποθέτηση των αναπληρωτών στον οικείο Πίνακα τους, κατατάσσοντας τους πλέον «τυχαίως» και ουσιαστικά επιβραβεύοντας τους ως κερδισμένους μιας ιδιότυπης «λοταρίας», αφού η τελική τοποθέτηση τους έγινε με κριτήρια τα οποία δεν είχαν διαθέσιμα κατά τον χρόνο υποβολής των αιτήσεων προτιμήσεων τους.
Με λίγα λόγια ένας αναπληρωτής εκπαιδευτικός ο οποίος π
Οι αδικίες του συστήματος προφανείς και καταστροφικές για τις ζωές χιλιάδων αναπληρωτών κάτι το οποίο αντιλήφθηκε η νέα πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας και με τις προγραμματικές της δηλώσεις, υποσχέθηκε να το διορθώσει. Παρόλα αυτά η πάροδος σχεδόν ενός εξαμήνου και η μή νομοθετική επίλυση του ζητήματος, οδήγησε στην έκδοση της υπ’ αριθμ. 119392/Ε2/24-7-2015 εγκυκλίου του Υπουργείου Πολιτισμού, Παιδείας και Θρησκευμάτων, με βάση την οποία εκλήθησαν οι αναπληρωτές να υποβάλουν τις αιτήσεις-δηλώσεις προτίμησής τους για το σχολικό έτος 2015-2016, με εφαρμογή πλέον του άρθρου 5 του Ν. 4283/2014.
Με την εν λόγω εγκύκλιο, η πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας αποφάσισε να εφαρμόσει, εν τοις πράγμασι, τα εξής:
1) τον μη υπολογισμό σε εκπαιδευτικούς της πραγματικής προϋπηρεσίας τους, για την οποία υπηρέτησαν και προσέφεραν σε πραγματικες συνθήκες, σε πραγματικές σχολικές αίθουσες, με πραγματικούς μαθητές,
2) τον υπολογισμό, αντίθετα, «πλασματικής» προϋπηρεσίας εκπαιδευτικών, με την διπλή μοριοδότηση τους, όχι επειδή δεν το αξίζουν αλλά διότι την απέκτησαν με τρόπο τυχαίο, σε βάρος κάποιων άλλων συναδέλφων τους, οι οποίοι εφόσον γνώριζαν εκ των προτέρων ότι η διπλή μοριοδότηση ισχύει, ενδεχομένως να την επέλεγαν και εκείνοι και
3) την επιχειρηματολογία ότι η μη διενέργεια του ΑΣΕΠ
Γεννάται, όμως, το ερώτημα στο οποίο βασίζεται προφανώς και η ανίθετη επιχειρηματολογία του Υπουργείου, αν
Η απάντηση στο εν λόγω ερώτημα δίνεται με σαφήνεια από την θεωρία και την νομολογία και κατατείνει στο ότι η Διοίκηση έχει δικαίωμα να ασκεί έλεγχο αντισυνταγματικότητας ορισμένης διάταξης τυπικού νόμου και συνακόλουθα να αρνηθεί την εφαρμογή του, (α) με βάση το άρθρο 26 του Συντ. όπου η αρχή της νομιμότητας είναι ενιαία και ισχύει για τα όργανα όλων των λειτουργιών, (β) με βάση το άρθρο 50 του Συντ. καθώς οι αρμοδιότητες της Διοίκησης ασκούνται δυνάμει του Συντάγματος και όσων νόμων είναι σύμφωνοι με το Σύνταγμα και (γ) με βάση το άρθρο 103 παρ. 1 εδ. α του Συντ. λόγω του ότι οι δημόσιοι υπάλληλοι οφείλουν πίστη στο Σύνταγμα.
Την εν λόγω θέση υποστηρίζει και ο Επ. Σπηλιωτόπουλος κατηγορηματικά: «Εξάλλου, από κανένα κανόνα του ελληνικού δικαίου δεν προκύπτει ένα οιονεί «τεκμήριο της συνταγματικότητας» των νομοθετικών πράξεων, παρεμφερές προς το τεκμήριο νομιμότητας των ατομικών διοικητικών πράξεων. Αντιθέτως από τις ρητές διατάξεις των άρθρων 87 παρ. 2, 93 παρ. 4 και 100 παρ. 4 του Συντάγματος προκύπτει ότι αποκλείεται η δημιουργία ενός τέτοιου κανόνα δικαίου», (Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου, Εκδ. Αντ. Σάκκουλα, 1997, σελ.37, σημ. 15).
Αντίστοιχη θέση, δηλαδή υπέρ του ελέγχου της συνταγματικότητας από διοικητικά όργανα, υποστηρίζεται και από τον Κ. Χρυσόγονο, ο οποίος επί λέξει αναφέρει: «Συνεπώς η αρχή της δέσμευσης (και) της διοίκησης από το Σύνταγμα μπορεί να θεμελιώσει μόνο την εξουσίας των διοικητικών οργάνων που δεν υπόκεινται σε ιεραρχική εξάρτηση και επιπλέον έχουν τη δυνατότητα να χρησιμοποιήσουν νομικές γνώσεις ή συμβουλές (πχ. υπουργοί) να ελέγξουν τη συνταγματικότητα διάταξης νόμου, την οποία καλούνται να εφαρμόσουν στοπλαίσιο
Εκτός των ανωτέρω και η νομολογία των διοικητικών δικαστηρίων μας έχει ταχθεί υπέρ του ελέγχου της συνταγματικότητας των νομοθετικών διατάξεων από τη Διοίκηση και ενδεικτικά αναφέρονται οι αποφάσεις με αριθμ. ΣτΕ
Τα παραπάνω αναφέρονται για να αποδειχθεί ότι το Υπουργείο Παιδείας
Τζαμτζής Νικ. Παναγιώτης
Δικηγόρος