Tις προάλλες ανακοινώθηκε ότι το υπουργείο Παιδείας αποφάσισε, σε συνεργασία με την Πρεσβεία της Κίνας, την προώθηση της κινεζικής γλώσσας στα Πρότυπα Πειραματικά σχολεία με νέους εκπαιδευτικούς εθελοντές από την Κίνα, καθώς και πολιτιστικές ανταλλαγές ανάμεσα στις δύο χώρες.
Η Κίνα, μια χώρα με ραγδαίους ρυθμούς ανερχόμενη σε διεθνές πολιτικό και οικονομικό επίπεδο, διαθέτει έναν από τους αρχαιότερους και σημαντικότερους παγκοσμίως πολιτισμούς. Ο κινεζικός λαός αναγνωρίζει και εκτιμά ιδιαίτερα τον εξίσου πανάρχαιο πολιτισμό της Ελλάδας και η πολιτιστική προσέγγιση των δύο λαών ανοίγει τον δρόμο για αμοιβαία κατανόηση της ιστορίας τους, του πολιτισμού, του τρόπου ζωής, των δεξιοτήτων και των χαρακτηριστικών τους .
Ο δρόμος της οικονομικής συνεργασίας έχει ανοίξει, και τώρα είναι ανάγκη ανάδειξης των πολιτισμικών σχέσεων μέσα από μια παράλληλη πολιτισμική συνεργασία με τη χώρα που θαυμάζει τον ελληνικό πολιτισμό.
Στην Κίνα λειτουργούν δύο Κέντρα Ελληνικών Σπουδών. Το πρώτο είναι το Κέντρο του Πανεπιστημίου του Πεκίνου, το οποίο ιδρύθηκε το 2000 και καλύπτει την έρευνα και τη μελέτη του ελληνικού πολιτισμoύ από την κλασική αρχαιότητα έως τη σύγχρονη Ελλάδα. Το δεύτερο Κέντρο Ελληνικού Πολιτισμού βρίσκεται στη Σαγκάη, όπου στο Πανεπιστήμιο Διεθνών Σπουδών λειτουργεί Τμήμα Νεοελληνικής Γλώσσας, το οποίο εντυπωσιάζει τόσο με τους διδάσκοντες όσο και με τους διδασκόμενους, που μιλούν θαυμάσια την Ελληνική και τρέφουν συγκινητική αγάπη και εκτίμηση για κάθε τι που εκφράζει την Ελλάδα.
Είχα αναφερθεί και σε παλαιότερα άρθρα μου στη σημασία των πολιτισμικών σχέσεων Ελλάδας – Κίνας. Ήδη το 2002 σε επίσκεψη του τότε υπουργού Παιδείας Πέτρου Ευθυμίου στην Κίνα, στην οποία συμμετείχα ως ειδική γραμματέας σε θέματα ελληνόγλωσσης εκπαίδευσης στο εξωτερικό, επισημάνθηκε στον Υπουργό Παιδείας της Κίνας και στους Πρυτάνεις των Πανεπιστημίων το ενδιαφέρον της Ελλάδας για τη στήριξη των ελληνικών σπουδών στις Ασιατικές χώρες και ο σχεδιασμός για αντίστοιχη διδασκαλία των πολιτισμών τους στα ελληνικά Πανεπιστήμια.. Σήμερα, οι διαδικασίες για τη λειτουργία Τμημάτων Ασιατικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο βρίσκονται σε εξέλιξη.
Με ανοικτή τη συνεργασία της χώρας μας με την Κίνα στον τομέα της Παιδείας αλλά και με συνεχείς διαπραγματεύσεις για συνεργασία στον τραυματισμένο σήμερα στην Ελλάδα τομέα της οικονομίας, η απόφαση του υπουργού Παιδείας Ανδρέα Λοβέρδου είναι, χωρίς αμφιβολία, σωστή και αναγκαία, και παράλληλα, επιτρέπει την προσδοκία για αναθεώρηση των απόψεων σχετικά με τη διδασκαλία των κατ΄επιλογήν ξένων γλωσσών στα ελληνικά σχολεία. Αναφέρομαι στις δύο γλώσσες, Ιταλική και Ισπανική, που μετά τον εορτασμό του Ευρωπαϊκού Έτους Γλωσσών το 2001 σε όλη την Ευρώπη και στην Ελλάδα με σύνθημα την ισοτιμία των γλωσσών, άρχισαν να διδάσκονται πιλοτικά σε ορισμένα σχολεία. Στη συνέχεια η Ιταλική εντάχθηκε στις κατ’επιλογήν διδασκόμενες στο Γυμνάσιο ξένες γλώσσες.
Όμως , παρά την εξαιρετική αποδοχή της από τους μαθητές, τα τελευταία χρόνια η διδασκαλία της έχει εξασθενήσει…μέχρι θανάτου.
Ο γνωστός Ιταλός διανοητής Ουμπέρτο Έκο έχει εύστοχα παρατηρήσει ότι η πολυπολιτισμικότητα και η γλωσσική διαφορετικότητα αποτελούν τον πραγματικό πλούτο της Ευρώπης. Εξάλλου, μετά και την πρόσφατη εντυπωσιακή τοποθέτηση του Πρωθυπουργού της Ιταλίας Μ. Ρέντζι στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο για την παραδοσιακή αξία και την άρρηκτη σχέση του πολιτισμού των δύο φίλων χωρών Ελλάδας –Ιταλίας αλλά και γενικότερα για την σημασία του πολιτισμού – και όχι στενά της οικονομίας – για την ανάκαμψη και τη σωστή ανάπτυξη της Ε.Ε., το ζήτημα των ξένων γλωσσών επανέρχεται στο προσκήνιο, καθώς αποτελεί σημαντικό κεφάλαιο του πολιτισμού.
Ας ελπίσουμε ότι η νέα ανοικτή αντίληψη του υπουργείου Παιδείας σχετικά με την πολιτική των ξένων γλωσσών θα ευνοήσει και την επαναφορά της Ιταλικής και της Ισπανικής στο ελληνικό εκπαιδευτικό πρόγραμμα.