Home / Ισπανικά / Άλλα άρθρα / Εκφάνσεις της κοινωνικής διγλωσσίας (diglossia) στην ιστορική εξέλιξη της ισπανικής γλώσσας. Από τους προρωμαϊκούς χρόνους μέχρι τη σύγχρονη εποχή

Εκφάνσεις της κοινωνικής διγλωσσίας (diglossia) στην ιστορική εξέλιξη της ισπανικής γλώσσας. Από τους προρωμαϊκούς χρόνους μέχρι τη σύγχρονη εποχή

Δημοσιεύτηκε: 3:38 μμ Οκτώβριος 26th, 2013  


διγλωσσία_1

Εκφάνσεις της κοινωνικής διγλωσσίας (diglossia) στην ιστορική εξέλιξη της ισπανικής γλώσσας. Από τους προρωμαϊκούς χρόνους μέχρι τη σύγχρονη εποχή.

Είναι συνήθως παραδεκτό πως το πεπρωμένο ενός τόπου ακολουθεί και η γλώσσα των ανθρώπων που διαμένουν σε αυτόν. Συγκρούσεις, συνυπάρξεις, μετακινήσεις, αφομοιώσεις πληθυσμών έχουν τον αντίκτυπό τους στην ανάπτυξη και την εξέλιξη του γλωσσικού κώδικα των ομάδων αυτών. Γλώσσες και διάλεκτοι εμφανίζονται, πεθαίνουν, αφομοιώνονται· συμμετέχουν δηλ. σε ένα πλέγμα ζυμώσεων και αλληλεπιδράσεων για λόγους συχνά εξωγλωσσικούς.

Στο πλαίσιο του παρόντος δοκιμίου εστιάζουμε το ενδιαφέρον μας στην ισπανική γλώσσα·  μια γλώσσα, η οποία επηρεάστηκε πολλαπλώς στη μακραίωνη ιστορία της Ιβηρικής Χερσονήσου και της Ισπανίας μέχρι τον σχηματισμό αυτού που είναι σήμερα σε παγκόσμιο επίπεδο· μια γλώσσα που προσφέρεται ιδανικά όταν επιχειρείται να σχολιαστεί το φαινόμενο της κοινωνικής διγλωσσίας ως γλωσσολογικό φαινόμενο, με πολιτισμικές προεκτάσεις και ιστορικο-κοινωνικές παραμέτρους.

Με τον όρο ισπανική γλώσσα, ο αναγνώστης εδώ οφείλει να έχει κατά νου τους ισπανόφωνους ομιλητές, ομιλητές δηλαδή που αναγνωρίζουν αυθόρμητα ότι ανήκουν στον ισπανόφωνο κόσμο. Στη δυτική σκέψη γλώσσα και ταυτότητα είναι στενά συνυφασμένα.  Σύμφωνα με τις διαπιστώσεις ποικίλων ερευνητών η γλώσσα, όπως και τα έθιμα, οι παραδόσεις, οι ιστορικές μνήμες, οι μύθοι, τα σύμβολα συνιστούν τα στοιχεία εκείνα που συγκροτούν την εθνική και πολιτισμική ταυτότητα ενός ατόμου, το οποίο εντάσσεται οργανικά σε μία κοινότητα με κοινή καταγωγή (εθνοτική ομάδα, έθνος) και αναπτύσσει αναπόφευκτα αισθήματα (και δράσεις) που σχετίζονται με την υπεράσπιση και τη διατήρηση αυτής της κοινότητας (είτε ακέραια, είτε των επιμέρους  στοιχείων που την απαρτίζουν) [Smith, 2000]. Ωστόσο, στην περίπτωση των ισπανικών σε αυτό το δοκίμιο δεν θα πρέπει να αποδίδεται η γλώσσα στους ισπανούς πολίτες και μόνο (ασφαλείς απόγονοι των πληθυσμών της Ιβηρικής Χερσονήσου), με το κριτήριο της κοινής εθνικής ταυτότητας σύμφωνα με τον παραπάνω υπαινιγμό. Ακόμη και αν σε μεγάλο βαθμό Ισπανία και ισπανική γλώσσα είναι έννοιες που επικαλύπτονται, είναι επιτακτική η αναγωγή στην πλειοψηφία των ισπανόφωνων ατόμων, ομιλητών δηλαδή, που έχουν τη συνείδηση του «ανήκειν» σε κοινή κουλτούρα (Λατινική Αμερική, Αποικίες κλπ), παρά την ποικιλομορφία του γλωσσικού οργάνου.

Επίσης, η σύντομη περιδιάβαση στη γενεαλογία και την εξέλιξη της Ισπανικής γλώσσας από τους προρωμαϊκούς χρόνους μέχρι τη σύγχρονη εποχή προϋποθέτει την επίσκεψη και τη διασαφήνιση των  όρων:

  1. γλωσσικό υπόστρωμα &  γλωσσικό επίστρωμα
  2. διγλωσσία

Στην πρώτη περίπτωση ως γλωσσικό υπόστρωμα ορίζεται η γλώσσα (και οι ομιλητές της), η οποία μιλιέται σε μια περιοχή πριν εκεί κατοικήσουν ομιλητές άλλης γλώσσας. Το γλωσσικό επίστρωμα αναφέρεται στη «νεόφερτη» γλώσσα των μεταγενέστερων ομιλητών, που κυριαρχεί προοδευτικά (Aguilar, 2001:24).

 

Διγλωσσία_2Η διγλωσσία από την άλλη πλευρά, γλωσσικό αντιδάνειο του διεθνούς όρου diglossia, συνιστά σύμφωνα με τους γλωσσολόγους κοινωνικό φαινόμενο και δεν ταυτίζεται με την ατομική διπλογλωσσία (bilingualism). Ο όρος αναφέρεται στη χρήση από μία κοινότητα δύο διαφορετικών γλωσσικών μορφών μιας γλώσσας ή διαφορετικών γλωσσών (διευρυμένη διγλωσσία), οι οποίες χρησιμοποιούνται για διαφορετικές λειτουργίες και από τις οποίες η μία είναι η μητρική και η άλλη η επίσημη, κρατική, διοικητική, κ.ο.κ. (Ferguson, 1996: 25-39, Spolsky, 2004: 133-5).

Μεγάλη υπήρξε η συμβολή του Ferguson (1959) στην κατανόηση της διγλωσσίας. Περιγράφθηκε, λοιπόν, ως μια σταθερή σχετικά γλωσσική κατάσταση κατά την οποία συνυπάρχουν μια Υψηλή Γλωσσική Ποικιλία και μια Χαμηλή Γλωσσική Ποικιλία. Η πρώτη χρησιμοποιείται από τους λόγιους, είναι πιο πολύπλοκη, με δύσκολο λεξιλόγιο και αυστηρά συντακτικά και γραμματικά σχήματα, ενώ η δεύτερη διαθέτει απλοποιημένη δομή και είναι πιο εύχρηστη (Ferguson, 1996: 25-39). Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα διγλωσσίας είναι το ελληνικό γλωσσικό ζήτημα με τη χρήση καθαρεύουσας και δημοτικής σε συμφραζόμενα διαφορετικού κύρους παλαιότερα, που ανάγει τις ρίζες του βέβαια στον αττικισμό του 1ου αι. μΧ και τη διαμάχη αρχαΐζουσας-δημώδους γλώσσας καθόλη τη βυζαντινή και μεταβυζαντινή περίοδο (Tonnet, 1995, Browning, 2008).

Η περίπτωση της διγλωσσίας και της πραγμάτωσής της στην ισπανική γλώσσα και την Ιβηρική Χερσόνησο είναι διαφορετική και πολύπλοκη λόγω της περιπαθούς ιστορίας της περιοχής.

Στο πεδίο της γλώσσας και μόνο, η ισπανική ανήκει στις Ινδο-Ευρωπαικές γλώσσες, καθώς είναι θυγατρική γλώσσα της Λατινικής (Penny, 2002: 2) . Αξιοποιώντας στη συνέχεια δύο πηγές, το εγχειρίδιο Η ισπανική γλώσσα διαμέσου των αιώνων του R.C. Aguilar (Aguilar, 2001) και τη μελέτη A history of the Spanish Language του Ralph Penny (Penny, ό.π.: 1-33)  σταχυολογούνται κάποιοι σταθμοί της εξέλιξης γλώσσας, που θα αξιολογηθούν υπό το πρίσμα της διγλωσσίας μετέπειτα.[1]

Στη γενεαλογία της ισπανικής γλώσσας και τις ετερόκλητες αλληλεπιδράσεις που δέχθηκε, σημείο εκκίνησης συνιστά η λατινική καταγωγή και η προϊστορία της καστιλιάνικης/ισπανικής. Στην πρώτη αυτή περίοδο, με τις γεωπολιτικές ανακατατάξεις του προχριστιανικού κόσμου η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία διευρύνεται. Η εξάπλωση των λατινικών ως επίσημης γλώσσας του κράτους από τον 3ο π. Χ. αι. στις ανατολικές ακτές της Hispania, ωστόσο, εφόσον δεν επιβλήθηκαν με νομοθετική ρύθμιση, οπότε δεν σήμανε ταυτόχρονα ότι έγινε η μοναδική γλώσσα χρήσης των αυτόχθονων. Αντιθέτως, συναντήθηκε με τις προϋπάρχουσες γλώσσες τους (γλώσσα Ταρτησίων, Βασκική). Η μεγάλη έκταση της επικράτειας της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και η συχνή αντίδραση του υποστρώματος ευθύνονται για τον κατακερματισμό των λατινικών χάρη σε διαδικασίες γλωσσικής αλλαγής (Arribas Hernáez, Mariner Bigora etc, 1997, 13-38). Η ιστορία της λατινικής γλώσσας διαιρείται σε τρεις περιόδους: αρχαϊκή (-300 π.Χ.), κλασική (300 π.Χ. – 50 π.Χ.) και τη μετακλασική (50 π.Χ.-) (Μπαμπινιώτης, 2002: 47).  Σχεδόν από τη δεύτερη φάση, επικράτησαν οι όροι sermo vulgaris και sermo familiaris για να απεικονίσουν την καθημερινή ομιλία  των υπηκόων της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και τη γραπτή γλώσσα των μορφωμένων ανώτερων κοινωνικών στρωμάτων, όπως αποτυπώνεται στην παραδεδομένη γραμματεία (Kramer, 2003: 174). Είναι αναμενόμενο ότι ο εκρωμαϊσμός συνέβαλε στην εξάπλωση του της γλώσσας της καθημερινότητας, της αβίαστης συνομιλίας που δεν είχε υποστεί υφολογική λείανση ή εξευγενισμούς. Ο πολυσήμαντος όρος «δημώδη λατινικά» αναφέρεται στην μορφή αυτή του προφορικού λόγου, που αποκλίνει από την πιο αυστηρή γλώσσα διοίκησης (Kramer, 2003: 174-178). Από τη δημώδη λατινική προήλθαν οι νεολατινικές/ρωμανικές γλώσσες  από τον 7ο/8ο αι. (ιταλική, ρουμανική, γαλλική, πορτογαλική, καταλανική, ισπανική) (Μπαμπινιώτης, 2002: 47). Στην Ιβηρική Χερσόνησο βέβαια, η δημώδης λατινική την πρώτη αυτή περίοδο χρησιμοποιήθηκε εν μέρει με την παράλληλη ύπαρξη των προ-ρωμαϊκών γλωσσών, όπως η Βασκική, η οποία παραμένει μέχρι σήμερα ομιλούμενη γλωσσική ποικιλία περιοχών της ισπανικής επικράτειας.  Βέβαια, για λόγους πολιτισμικούς ο εκλατινισμός ήταν, αν και αργός, προοδευτικός και κυρίαρχος. Προ-ρωμαϊκά γλωσσικά κατάλοιπα, όπως γεωγραφικοί όροι (cueto, barro, arroyo) ή επιθήματα (-rro, ieco, -itano), βασκικά, κέλτικα ή άλλης προέλευσης διατηρήθηκαν και έφτασαν ως τη σημερινή γλώσσα (Aguilar, 2001: 25-30). Η πρώτη αυτή μακρά περίοδος διγλωσσίας χαρακτηρίζεται από την επίδραση του γλωσσικού υποστρώματος στη διαδικασία διάσπασης της λατινικής και την προοδευτική εξέλιξη του επιστρώματος.

Δεύτερο σταθμό στη γενεαλογική χαρτογράφηση της ισπανικής συνιστούν οι εισβολές των γερμανικών φύλων. Δημιουργώντας νέες διγλωσσικές καταστάσεις, είχαν συνέπειες και στη γλωσσική πραγματικότητα της Δυτικής Ευρώπης. που επέδρασαν στη λατινική (αυτή τώρα θεάται ως υπόστρωμα). Από τα τέλη του 4ου αι. μέχρι τον 6ο αι. Σουαβοί, Αλανοί, Βάνδαλοι και Βησιγότθοι καταφθάνουν και εποικίζουν τη Χερσόνησο. Η βραχεία και εχθρική παρουσία τους, όμως, δεν λειτούργησε ως πραγματικό επίστρωμα της ισπανο-ρωμανικής γλώσσας.  Μολονότι, σήμερα κάποιες λέξεις αποδίδονται σε  καταβολές γοτθικές (sayón, casta, ropa, ataviar) ή βανδαλικές (τοπωνύμιο Al-Andalus < Andalucía), το φαινόμενο της διγλωσσίας αυτό το διάστημα δεν είχε ως αποτέλεσμα τη βαθειά επίδραση του υποστρώματος (ούτε του επιστρώματος), από είναι γνωστό (Aguilar, 46 κ.ε., Penny, 2002: 1-33).

Η κατάσταση είναι εντελώς διαφορετική κατά τα μεσαιωνικά χρόνια. Η εισβολή των Αράβων και η επτά αιώνων παραμονή τους στην Χερσόνησο (711-1002 μ.Χ.) δημιούργησε την ισλαμική Ισπανία (Al-Andalus), στην οποία επιβλήθηκε η αραβική ως επίσημη γλώσσα διοίκησης και πολιτισμού.. Η νέα διγλωσσική κατάσταση αραβική-ρωμανική είχε ως συνέπεια τη δημιουργία της «Μοσαραβικής», μιας δημώδους αραβικής με πληθώρα γλωσσικών σχημάτων που δανειζόταν από τη ρωμανική γλώσσα. Οι μαρτυρίες για τη Μοσαραβική είναι αποσπασματικές σε γλωσσάρια και πραγματείες, οπότε οι πληροφορίες για το εύρος της επίδρασής της στη γλωσσική εξέλιξη της Ιβηρικής Χερσονήσου είναι επισφαλείς. Παρόλα αυτά, από την επαφή ρωμανικών διαλέκτων του Βορρά και το μοσαραβικό υπόστρωμα του Νότου προέκυψαν οι γλώσσες της Λεόν, της Καστίλης, της Καταλονίας.  Ως τον 11ο /12ο  αι. η αραβο-ρωμανική διγλωσσία επικρατούσε και στη συνέχεια λόγω της βαθμιαίας προόδου των χριστιανικών βασιλείων και της υποχώρησης των Μοσαράβων περιορίστηκε.  Κατά τον 13ο αι. οι ρωμανικές διάλεκτοι του Βορρά ανταγωνίζονταν μόνο τα αραβικά.  Στην κληρονομιά των μοσαραβικών ανήκουν λέξεις σχετικές με τον υλικό κόσμο, τη διατροφή, την ύπαιθρο, την οικοδομική, τη χειροτεχνία (chícharo, habichuela, ripio, campiña, cordobán).  Η επίδραση των  αραβικών ως κυρίαρχης γλώσσας (επίστρωμα) επί της ρωμανικής διαλέκτου (υπόστρωμα) (60)  εκδηλώθηκε έντονα στο λεξιλογολικό επίπεδο, μιας και στην εσωτερική γραμματική δομή τους και το μορφοσυντακτικό επίπεδο οι δύο γλώσσες διαφέρουν. Αξιοσημείωτο είναι πως υπολογίζεται ότι το 8% του ισπανικού λεξιλογίου έχει αραβική προέλευση και διατρέχει όλους τους τομείς της ανθρώπινης δραστηριότητας (π.χ. alberca, azúcar, naranja, alfombra) (Aguilar, 2001: 51-63).

Καθ’ όλο το διάστημα της αραβικής κατάκτησης και περισσότερο (711-1250 μ.Χ.), οι ανακατατάξεις στην χριστιανική Ισπανία γονιμοποιούν ευρείες γλωσσικές αλλαγές. Ο σχηματισμός σφαιρών επιρροής των διαφόρων βασιλείων δημιουργεί ζώνες με άλλοτε περισσότερο και άλλοτε λιγότερο ευδιάκριτα τα σύνορα των ρωμανικών διαλέκτων. Είναι αυτονόητο πως οι διάσπαρτες διάλεκτοι των χριστιανικών βασιλείων διανύουν τις δικές τους ζυμώσεις (γαλικιανή, πορτογαλική, η γλώσσα της Αστούριας και Κανταβρίας, η διάλεκτος της Λεόν, η γλώσσα της Ναβάρας, της Ριόχας, της Αραγονίας και της Καταλονίας- βασκική) και συχνά επιδράσεις (λ.χ. Φράγκοι/γαλλισμοί). (Aguilar, 2001: 64-75).

Οι συγκυρίες σε ένα παιχνίδι πολιτικών και στρατηγικών δυνάμεων ευθύνονται για την ανάδειξη  και την αύξηση του κύρους της καστιλιάνικης διαλέκτου από τον 11ο αιώνα. Χάρη στην εξάπλωσή της γεωγραφικά και δημοσιονομικά (χρήση σε νομικά έγγραφα) γρήγορα γίνεται η γλώσσα που επικρατεί ως επίσημη του ισπανικού κράτους.  Από τον 13ο αι. έως και τον 16ο αι. η μεσαιωνική Καστιλιάνικη υφίσταται όλες τις μεταβολές και εξελίξεις (ιστορική φωνολογία και μορφοσύνταξη)  που τη συγκρότησαν και  την έκαναν αναγνωρίσιμη στο δεύτερο χρονικό όριο ως lengua española, μία από τις μεγάλες γλώσσες της Δύσης (Aguilar, 2001: 77-149). Τα χρόνια εκείνα δεν έλειψε βέβαια η αντιπαράθεση για την καθιέρωση μιας ενιαίας γλωσσικής νόρμας. Το ερώτημα αν η ιδανική ισπανική γλώσσα θα έχει τις βάσεις στην ομιλία του cortesano ή στο απαλλαγμένο από τοπικιστικούς περιορισμούς λογοτεχνικό μοντέλο κατά τον 16ο αι. συνιστά προβληματισμό για τη διαχείριση της κοινωνικής διγλωσσίας (Aguilar, 2001: 260-261) και θυμίζει παρόμοιες συζητήσεις λογίων του Νεοελληνικού Διαφωτισμού για την υιοθέτηση ενός υψηλού ή απλού ύφους της ελληνικής στο γραπτό λόγο (Δημαράς, 2007: 16-18, 63-68).

Βέβαια, η γλώσσα ισχυροποιείται και χειραφετείται όταν εμπλουτίζεται και χρησιμοποιείται πέρα από επικοινωνιακούς ή γραφειοκρατικούς σκοπούς σε καλλιτεχνικά και πολιτισμικά συμφραζόμενα. Έτσι, κατά την κλασική εποχή (16ος-17οςαι.)  η καλλιέργεια της ισπανικής γλώσσας σε λογοτεχνικά έργα της έδωσε την ώθηση για τη μετάδοσή της ως γλώσσας πολιτισμού και φορέα της ισπανικής κουλούρας (Aguilar, 2001: 264-269). Αυτό το επισημαίνουμε, καθώς  η γεωγραφική εξάπλωσή της ισπανικής κυριαρχίας τον 14ο και 15ο αι. με επίσημη κρατική γλώσσα την Ισπανική την είχε καθιερώσει ήδη ως μία από τις πιο πολυπληθέστερες ομιλούμενες γλώσσες παγκοσμίως.

Diglossia_3Στεκόμενοι σε ένα ακόμη στάδιο της εξέλιξης της ισπανικής γλώσσας, η ισπανική γεωγραφική διεύρυνση αναδεικνύει μία ακόμη όψη διγλωσσίας, η οποία εκκινεί με την αποικιοκρατία και καταλήγει στα χαρακτηριστικά των «σύγχρονων ισπανικών».  Χωρίς να υπεισέλθουμε ενδελεχώς στα ιστορικά στοιχεία αναγκαστικής μεταφύτευσης ενός εξ ολοκλήρου καινούριου γλωσσικού συστήματος σε ένα γλωσσικό περιβάλλον διαφορετικό, θα σταθούμε στη διευρυμένη διγλωσσία, δηλ. τη συχνή συνύπαρξη δύο διαφορετικών γλωσσών (Aguilar, 2001: 256-258) Στις περιοχές  του Νέου Κόσμου, όπου η ισπανική επιβλήθηκε, αρχικά υπήρχε ένα γλωσσικό υπόστρωμα, η φυσική γλώσσα των αυτόχθονων πληθυσμών, το οποίο σε μία σχέση «δούναι και λαβείν» επηρέασε  και επηρεάστηκε από τη νέα γλώσσα. Σε αυτή τη διασταύρωση κωδίκων (και πολιτισμών), βέβαια, το επίστρωμα, ως κατά πολύ πιο ισχυρό, λόγω πολιτικών συνθηκών και όχι αξιολογικών παραμέτρων, πολιτογραφήθηκε και κυριάρχησε. Οι γλώσσες των ιθαγενών πέρασαν σε δεύτερο επίπεδο και η ισπανική μεταφυτεύθηκε,  διδάχθηκε, μεταδόθηκε ολοένα πιο συστηματικά,  μέχρι να αποτελέσει τη μητρική γλώσσα των ομιλητών των εν λόγω περιοχών.

Τέλος, με την αυτονόμηση και την ανεξαρτησία των αποικιών και την ίδρυση νέων κρατών αναδύονται ιδιωματικές μορφές της ισπανικής της Λατινικής Αμερικής σε σύγκριση με τη νόρμα της Ισπανίας. Αυτές οι εκφάνσεις με διγλωσσικό χαρακτήρα στην ουσία απορροφούν τις γεωγραφικές και κοινωνικές διαφορές και πραγματώνονται ενδογλωσσικά σε φωνολογικές, λεξιλογικές, υφολογικές διαβαθμίσεις της υπερπεριφερειακής νόρμας (ακαδημαϊκής γλώσσας) (Aguilar, 2001: 251-294).  Παραδείγματα αποτελούν η προφορά των συμφώνων  c, z ως /θ/ ή /s/, η απόδοση διαφορετικού σημαινομένου στο ίδιο σημαίνον / σημασίες λέξεων λ.χ. η λέξη paella στην Ισπανία σημαίνει φαγητό ενώ στη Λατινική Αμερική γλυκό. Την ενοποίηση της γλώσσας –που συνεχίζει να εξελίσσεται και να δέχεται επιδράσεις και από άλλες γλώσσες: γαλλική, αγγλική, κλπ – ανέλαβε η Real Academia Española από το 1713 που ιδρύθηκε, καταρτίζοντας λεξικά και γραμματικές και προτείνοντας την ορθή χρήση της γλώσσας σεβόμενη τις ιδιαιτερότητες του ισπανόφωνου κόσμου (Aguilar, 2001: 291).

Παρατηρώντας την γενεαλογική πορεία της ισπανικής γλώσσας υπό το πρίσμα της διγλωσσίας, φθάνουμε να αποτιμήσουμε το γλωσσολογικό φαινόμενο με ιστορικούς, πολιτισμικούς και κοινωνιολογικούς όρους. Η διγλωσσία δεν είναι μονοσήμαντη ως συνύπαρξη μιας λόγιας και μιας προφορικής παραλλαγής μιας γλώσσας, ή συνύπαρξη δύο εντελώς διαφορετικών γλωσσών. Η αφύσικη παρουσία στην ομιλούμενη μιας μεγάλης δυνατότητας επιλογής ανάμεσα σε εναλλακτικούς εκφραστικούς τρόπους και η ανάμειξη λεξιλογικών, συντακτικών και μορφολογικών στοιχείων υπογραμμίζει τη σημασία διερεύνησης του προφορικού λόγου για την επιστημονική διακρίβωση (και επιβεβαίωση) της εξέλιξης μιας γλωσσικής ποικιλίας. Παράλληλα οδηγούμαστε  στη παραδοχή ότι οι –επιβαλλόμενες- λόγιες γλώσσες από φορείς συντηρητικών τάσεων στην πράξη απορρίπτονται· η γλώσσα δεν μπορεί να παραμείνει αναλλοίωτη, για λόγους κοινωνικού γοήτρου ή εθνικού κύρους. Ένα βήμα πιο πέρα, η έκβαση της «μονομαχίας» επιστρώματος-υποστρώματος είναι αδύνατο να προβλεφθεί λογικά, εφόσον η διεπίδραση των γλωσσικών συστημάτων και η δυνατότητα κυριάρχησης μιας γλωσσικής ποικιλίας επί μιας άλλης εξαρτάται από ενδογλωσσικούς και εξωγλωσσικούς παράγοντες. Διαγραμματικά αναφέρονται κάποιες περιπτώσεις τέτοιων παραγόντων:

Ενδογλωσσικοί:

  • ο πλούτος μιας γλωσσικής ποικιλίας (λ.χ. τα ρωμανικά υιοθετούν λέξεις συγκεκριμένων κατηγοριών/ συγκεκριμένης χρήσης στο καθημερινό βίο).
  • το δομικό σύστημα μιας γλώσσας και ο βαθμός δεκτικότητας μεταβολών (Πχ. Τα ρωμανικά δέχονται τη μεγαλύτερη επίδραση από τα αραβικά και όχι το αντίθετο).

Αλλά κυρίως εξωγλωσσικοί:

  • ο χρόνος συνύπαρξης δύο γλωσσικών ποικιλιών και το εύρος των πληθυσμών που έρχονται σε επαφή
  • η ιστορική εξέλιξη της κάθε γλωσσικής ποικιλίας
  • το πολιτισμικό υπόβαθρο των γλωσσικών κοινοτήτων (π.χ. λογοτεχνική παράδοση τείνει να διατηρεί λεξικολογικά αποθέματα που δρουν ανασταλτικά στην απειλητική εισχώρηση ξενικών στοιχείων)
  • οι ιδεολογικές προκαταλήψεις και στερεότυπα που επηρεάζουν την εσωστρέφεια/εξωστρέφεια και την αντοχή των γλωσσικών κοινοτήτων στη συντηρητικότητα ή η προοδευτικότητά τους στην ενσωμάτωση / αφομοίωση ετερόκλητων πολιτιστικών στοιχείων
  • η νόθευση, η καθολική αποδοχή αλλαγών ή αντίσταση οφείλεται στη συνείδηση του «ανήκειν» σε μία κοινή / διαφορετική εθνοτική οντότητα με ιστορική συνέχεια και κοινά γνωρίσματα
  • οι οικονομικοί, πολιτικοί, στρατιωτικοί, εμπορικοί στόχοι (σκοπιμότητες) της κάθε γλωσσικής κοινότητας (και των ιθυνόντων). Είθισται η γλώσσα της ηγεμονικής ομάδας να κυριαρχεί στο γλωσσικό περιβάλλον.
  • οι τρόποι που υιοθετούνται και η αυστηρότητα των μέτρων εφαρμόζονται από φορείς για τη σφυρηλάτηση μιας παγιωμένης, ενιαίας επίσημης γλώσσας   (θεσμοθετημένα μέσα και φορείς κοινωνικοποίησης: εκπαιδευτικό σύστημα, θρησκευτικός προσηλυτισμός) ή η αδιαφορία των εμπλεκόμενων και η φυσική αλληλεπίδραση  των ποικιλιών κ.ά.

Το βέβαιο είναι πως άπαξ και μια ζωντανή γλωσσική ποικιλία γίνει γλώσσα πολιτισμού και μητρική ανθρώπων και κοινωνιών εξαπλώνεται και υφίσταται τροποποιήσεις στο  πλαίσιο μιας ετερογενούς γλωσσικής κοινότητας και τότε η διγλωσσία επιδέχεται κοινωνική ερμηνεία. Στην περίπτωση της ισπανικής γλώσσας επιβεβαιώνεται  η πολιτισμική θεώρηση του Carlos Fuentes, o οποίος  το 2003 μίλησε για την ισπανική ως στίγμα φυλετικής επιμιξίας και  συμφιλίωσης πολλαπλών αξιών και ταυτοτήτων (Φουέντες, 2004).

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

 

AGUILAR, R. C. (2001). Η Ισπανική διαμέσου των αιώνων (μεταφρ. Μ. Μπονάτσου).  Πάτρα: ΕΑΠ.

ARRIBAS Hernáez, M.a L., Mariner Bigora, S., etc.(1997), Lengua y Literatura Latinas I. Madrid: Universidad Nacional de Educación a Distancia.

BAJO Álvarez, F. & Gil Pecharromán, J. (1998). Historia de España. Madrid: SGEL .

BROWNING, R. (2008). Η Μεσαιωνική και Νέα Ελληνική Γλώσσα (μεταφρ. Μ. Κονόμη).  Αθήνα: Παπαδήμα.

FERGUSON, Ch. A. (1996). Sociolinguistic Perspectives Papers on Language in Society,1959-1994 (ed. by T.Huebner), New York – Oxford: Oxford University Press.

FERNANDEZ, M. (1993).  Diglossia A Comprehensive Bibliography 1960-1990 and Supplements. Amsterdam/Philadelphia:  John Benjamins Publishing Company.

KRAMER, J. (2003). «Ιστορία της Λατινικής γλώσσας» στο: Graf, F. (2003), Εισαγωγή στην Αρχαιογνωσία, τ. Β’, Ρώμη (μετάφρ. Δημήτρης Ζ. Νικήτας), Αθήνα: Παπαδήμα, 129-180.

PENNY, R. J. (2002). A history of the Spanish Language. Cambridge: Cambridge University Press. 2nd edn.

SMITH, A. (2000). Εθνική Ταυτότητα (μεταφρ. Ε. Πέππα).  Αθήνα: Οδυσσέας.

SPOLSKY, B. (2004). Language Policy. Cambridge: Cambridge University Press

TONNET, H. (1995). Ιστορία της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, η διαμόρφωσή της (μεταφρ. Μ. Καραμάνου, Π. Λιαλιάτσης).  Αθήνα: Παπαδήμα.

ΒΙΘΕΝΣ Βίβες, Χ. (1997). Σύντομη ιστορία της Ισπανίας (μεταφρ. Δ. Φιλιππής).  Αθήνα: Αίολος/Θερβάντες

ΔΗΜΑΡΑΣ, Κ.Θ.. (2007). Νεοελληνικός Διαφωτισμός.  Αθήνα: Ερμής.

ΜΠΑΜΠΙΝΙΩΤΗΣ, Γ. (2002). Συνοπτική Ιστορία της Ελληνικής Γλώσσας. Αθήνα.

ΦΟΥΝΤΕΣ, Κ. (2004). Η ενότητα και η πολυμορφία της Ισπανικής Γλώσσας (μεταφρ. Τμήμα Λογοτεχνικής Μετάφρασης του Ινστιτούτου Θερβάντες).  Αθήνα: Instituto Cervantes.


 

[1]  Για την ιστορία της Ισπανίας βλ. τα εγχειρίδια: Βιθένς Βίβες, Χ. (1997). Σύντομη ιστορία της Ισπανίας (μεταφρ. Δ. Φιλιππής).  Αθήνα: Αίολος/Θερβάντες και Bajo Álvarez, F. & Gil Pecharromán, J. (1998). Historia de España. Madrid: SGEL.

………………………………………………………………….

Κατερίνα Α. Τσιούμα, Φιλόλογος

psipsinelle@gmail.com

ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΜΕ ΤΗΝ ΑΔΕΙΑ ΤΗΣ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΣ

 


 

Σχολιάστε το άρθρο

Το email σας δεν θα δημοσιευθεί Required fields are marked *

*

Δημοφιλή άρθρα



Sorry. No data so far.

x

ΑΥΤΟ ΤΟ ΔΙΑΒΑΣΑΤΕ ?

Σχετικά με την επανένταξη της Ισπανικής γλώσσας στη δημόσια εκπαίδευση

Η επανένταξη της Ισπανικής στη δημόσια εκπαίδευση, ως επιλεγόμενη Β΄ ξένη γλώσσα ...