«Μάϊνα, πάρε μέσα την πρυμάτσα και βίρα την άγκυρα Νικόλα να σαλπάρουμε!» Τι λέει αυτός μωρέ, πρωί πρωί, θα μάς τρελλάνει; θα αναρωτηθείτε. Και δικαίως. Ομως, συνταξιδιώτες μου στο όνειρο, πώς νομίζατε ότι θα ξεκινούσαμε το ταξίδι μας στη γαλάζια αγκαλιά Της; Μιλώντας μεταξύ μας όπως οι τσοπάνηδες στα βουνά και τούς κάμπους; Δεν είχα πρόθεση βεβαίως να μειώσω τούς συμπαθείς κτηνοτρόφους και το έργο τους, πρέπει όμως να τούς διαχωρίσω από τούς θαλασσοταξιδευτές και τον τρόπο με τον οποίον οφείλουν αυτοί να συνεννοούνται όταν περιπλανώνται στον υγρό γαλάζιο καθρέφτη.
Η επικοινωνία στη θάλασσα υπακούει σε δικούς της, ιδιαίτερους κανόνες. Το θαλασσινό λεξικό έχει εμπλουτισθεί με πολλές ξένες λέξεις, Ιταλικής κυρίως προέλευσης. Από την δεκαετία του ’50 όμως και μετά, αρχίζουν να εμπλέκονται και Αγγλικές λέξεις, άσχετο αν στην πραγματικότητα οι περισσότερες από αυτές είναι Λατινικής καταγωγής. Η παντελής σχεδόν απουσία λέξεων Τουρκικής καταγωγής εξηγείται από το γεγονός ότι οι Τούρκοι ήταν και είναι, γενικώς, άναυτοι.
Σε αρκετές ξένες λέξεις οι Έλληνες ναυτικοί προσέθεσαν και ένα νόημα που δεν το είχε η λέξη αυτή εξ αρχής. Για παράδειγμα, «lasca» στην Ιταλική γλώσσα σημαίνει «χαλάρωσε». Η Ελληνική ναυτική εντολή όμως «λάσκα τον κάβο», έχει μεν την έννοια τού «χαλάρωσε τον κάβο», αλλά έχει προστεθεί σ’ αυτήν και το νόημα «σιγά-σιγά, και έχε το νου σου μην πάρει φόρα, γιατί μετά ποιος τον πιάνει».
Αν ακούγεται λοιπόν λογικό, και ευνόητο, να λέει κανείς «αμόλα καλούμπα» όταν πετάει χαρταετό την Καθαρή Δευτέρα, είναι τουλάχιστον αστείο να χρησιμοποιήσει την ίδια έκφραση για να «μαϊνάρει την πρυμάτσα». Εχουμε όλοι μας ακούσει κάποιες φορές τον κυβερνήτη ενός φουσκωτού σκάφους να φωνάζει, απευθυνόμενος στο φίλο και συνταξιδιώτη του. «Ρίξε την άγκυρα και έλα πίσω να βάλεις τα πράγματα στο ντουλάπι». Και τον φίλο να τού απαντά. «Κάνε όπισθεν ρε συ να ξεσκαλώσει η άγκυρα».
Αγκυροβολία λέμε τη διαδικασία πόντισης τής άγκυρας σε κατάλληλη θέση (αγκυροβόλιο) ώστε το σκάφος μας να σταθεροποιηθεί με ασφάλεια. Δεν «παρκάρουμε» λοιπόν, αγκυροβολούμε. Και δεν λέμε «ρίξε την άγκυρα», αλλά «φουντάρισε την άγκυρα». «Πόντισον» είναι το παράγγελμα στο Πολεμικό ναυτικό, όπου επιμένουν… Ελληνικά, και καλά κάνουν κατά τη γνώμη μου!
Ρεμέτζο λοιπόν λέγεται στη ναυτική διάλεκτο το αγκυροβόλιο. Εξ ού και η λέξη ρεμετζάρω (αγκυροβολώ).
Δεν λέμε ποτέ «σήκωσε την άγκυρα», αλλά «βίρα την άγκυρα». Και λέμε «μάϊνα» και όχι «άφησε ή χαλάρωσε» το σχοινί ή την άγκυρα.
Λέμε νετάρω και όχι ξεμπλέκω ή τακτοποιώ. Κατ’ αναλογίαν έχουμε τη λέξη «νέτα» που υποδηλώνει ότι κάτι τακτοποιήθηκε ή έληξε μια εργασία που ήταν σε εκκρεμότητα. Συνήθως χρησιμοποιούμε τη λέξη αυτή όταν αναφερόμαστε σε τακτοποίηση σχοινιών, παραγαδιών, διχτύων κλπ.
Λέμε επίσης η ρότα τού σκάφους και όχι η πορεία τού σκάφους.
Εκταμα λέμε το μήκος τής αλυσσίδας που βρίσκεται μέσα στη θάλασσα, όταν είμαστε αγκυροβολημένοι.
Λέμε ότι είμαστε «απίκο«, και όχι κάθετα, όταν αναφερόμαστε στη γωνία τών 90 μοιρών που σχηματίζει η άγκυρα με την επιφάνεια τής θάλασσας.
Φαινόμενος άνεμος χαρακτηρίζεται ο άνεμος εκείνος που γίνεται αισθητός όταν ταξιδεύουμε με το σκάφος μας. Ο φαινόμενος άνεμος διαφέρει από τον πραγματικό, σε ένταση και διεύθυνση.
Πλώρη ή πρώρα (bow ή stem) και όχι μύτη ή μούρη, ονομάζεται το μπροστινό μέρος τού σκάφους.
Ακρόπλωρο ή ακρόπρωρο ονομάζεται το απώτερο άκρο τής πλώρης. Στα παλιά ξύλινα σκάφη υπήρχε εκεί γλυπτή διακοσμητική παράσταση, γυναικείας συνήθως μορφής (γοργόνα). Στα δικά μας σκάφη τη θέση τού ακρόπλωρου παίρνει, όλο και πιο συχνά, η πολυεστερική δελφινιέρα, η οποία χρησιμεύει σαν βατήρας επιβίβασης-αποβίβασης, σε πολλές δε περιπτώσεις φιλοξενεί και τον εργάτη τής άγκυρας.
Πρύμνη ή πρύμη (stern) ονομάζεται το πίσω μέρος τού σκάφους όπου αρχίζει η σύγκλιση τών πλευρών του, είτε απ’ ευθείας (ψαροκάϊκα, τρεχαντήρια) είτε μέσω τού καθρέφτη στον οποίον τοποθετείται ο κινητήρας, στην περίπτωση τών δικών μας φουσκωτών σκαφών, αλλά και τής συντριπτικής πλειοψηφίας τών ταχυπλόων. Είναι λάθος, συνεπώς, όταν λέμε το πίσω μέρος τού σκάφους ή ο… κώλος του!
Ίσαλο ονομάζουμε τη νοητή γραμμή που χαράζουμε στις πλευρές (γάστρα) τού σκάφους στο ύψος όπου αυτές (οι πλευρές) εφάπτονται με την επιφάνεια τής θάλασσας. Ισαλος γραμμή είναι επίσης το ίχνος που αφήνει η θάλασσα στα πλευρά ενός ακίνητου σκάφους.
Έξαλα ονομάζονται τα μέρη τού σκάφους που είναι πάνω από την επιφάνεια τής θάλασσας, και ύφαλα αυτά που είναι κάτω από αυτήν.
Γάστρα ονομάζεται το υποθαλάσσιο τμήμα τού σκάφους. Συνήθως στον όρο αυτό περιλαμβάνεται το σύνολο τού σκαριού, εκτός καταστρώματος και εξοπλισμού.
Καρίνα ή καρένα λέμε το κατώτατο μέρος τού σκάφους που είναι βυθισμένο στο νερό.
Παρατροπίδια και όχι παρεκτροπίδια, όπως λανθασμένα λένε κάποιοι ιδιοκτήτες φουσκωτών σκαφών, ονομάζονται οι εκατέρωθεν τής τρόπιδας (καρίνας) διαμήκεις πολυεστερικές προεξοχές.
Κουβέρτα ή κατάστρωμα ονομάζεται το δάπεδο που καλύπτει εξωτερικά το σκαρί τού σκάφους.
Σκαρί αποκαλούμε το σύνολο τών κατασκευών που αποτελούν το σώμα οποιουδήποτε πλοίου ή σκάφους.
Κουπαστή ονομάζουμε το ανώτερο ύψος τών πλευρών ενός σκάφους.
Κύτος είναι ο χώρος ανάμεσα στο κατάστρωμα και τα ύφαλα τού σκάφους. Γενικότερα, είναι ο εσωτερικός χώρος τού σκάφους που προορίζεται για την φόρτωση.
Λαγουδέρα ή διάκι, στα δικά μας τουλάχιστον συμβατικά φουσκωτά, λέμε τη λαβή με την οποία στρίβει ο εξωλέμβιος κινητήρας. Στα r.i.b.’s που διαθέτουν κονσόλα οδήγησης, η λαγουδέρα έχει αντικατασταθεί από τοτιμόνι.
Σεντίνα είναι το κάτω μέρος τού σκάφους, όπου συνήθως συγκεντρώνονται τα νερά.
Σκαρμός είναι μια καβίλια η οποία τοποθετείται πάνω στην κουπαστή ενός συμβατικού κατά κανόνα φουσκωτού σκάφους (στο επάνω μέρος τού αεροθαλάμου), στην οποία στερεώνεται το κουπί για την κωπηλασία.
Ταμπούκια ονομάζουμε συνήθως τούς αποθηκευτικούς χώρους τού σκάφους μας (τα γνωστά αμπάρια τών εμπορικών πλοίων), και όχι ντουλάπια.
Κοτσανέλα ονομάζονται οι μεταλλικές δέστρες, που ενσωματώνονται στις κουπαστές τού σκάφους, κυρίως στην πρύμνη και στην πλώρη, για το δέσιμο κατά την αγκυροβολία ή το ρεμετζάρισμα.
Ο χώρος (φρεάτιο) που βρίσκεται στο απώτερο άκρο τής πλώρης ενός σκάφους φιλοξενεί συνήθως την άγκυρα και τα αγκυρόσχοινα. Ο χώρος αυτός ονομάζεται στρίτσο.
Φρακτή, διάφραγμα ή κοινώς μπουλμές (bulkhead) λέγεται το κάθε πολυεστερικό χώρισμα, είτε στο κύτος είτε στα επί μέρους διαμερίσματα ενός σκάφους (εσωτερικά ή υπερκατασκευών).
Το τμήμα τού σκάφους, το οποίο μοιάζει να είναι η προέκταση τής πρύμνης πίσω από τον καθρέφτη, και το οποίο συνήθως χρησιμοποιείται σαν βατήρας για το μπάνιο στη θάλασσα ή για την αποβίβαση και επιβίβαση τών επιβαινόντων, ονομάζεται πασαρέλα.
Λέμε «καβατζάρω» όταν περνάμε ένα ακρωτήριο, και όχι παρακάμπτω ή στρίβω.
Λέμε σκαντζάρω ή κάνω σκάντζα, όταν μετακινώ το σκάφος μου για να καταλάβω μια καλύτερη θέση στη μαρίνα ή στο λιμάνι.
Πρυμάτσα ονομάζουμε το σχοινί τής πρύμνης, το οποίο δένουμε στην μπίντα τού λιμανιού για να σταθεροποιήσουμε το σκάφος κατά την αγκυροβολία.
Οταν θέλουμε να πούμε «σφίγγω πολύ» ένα σχοινί, λέμε «φερμάρω ή καργάρω» ένα σχοινί.
Λέμε «όρτσα» και εννοούμε κόντρα στη φορά τού ανέμου.
Λέμε «άφησε μπόσικα«, και εννοούμε «άφησε χαλαρό» το σχοινί με το οποίο δένεις το σκάφος.
Λέμε «αμόλα«, όταν θέλουμε να δώσουμε το πρόσταγμα «άφησε, ελευθέρωσε».
Λέμε «μανουβράρω το σκάφος», όταν κάνω κινήσεις για να προσεγγίσω κάπου ή να αποφύγω κάτι.
Το εφεδρικό σχοινί, εργαλείο ή ανταλλακτικό που έχουμε στο σκάφος ονομάζεται ρεσπέτο.
Λέμε ότι το σκάφος μας μποτζάρει (μπότζι) όταν παρατηρείται το φαινόμενο τού διατοιχισμού. Διατοιχισμός είναι η ταλάντωση τού σκάφους περί τον διαμήκη άξονά του. Είναι δηλαδή οι κλίσεις που παίρνει το σκάφος, προς την μία ή την άλλη πλευρά, είτε κατά την διάρκεια τού πλου, είτε όταν είναι αγκυροβολημένο.
Λέμε «αβαράρω,» και εννοούμε σπρώχνω κάτι να απομακρυνθεί. Αβαράρω το σκάφος στην προκειμένη περίπτωση.
Μερικές ακόμη σκόρπιες λέξεις από το θαλασσινό γλωσσάρι :
Αβαρία (Ιταλική avaria) = Ζημιά.
Αβέρτα (Ιταλική averto) = Ανοικτά, ελεύθερα, απεριόριστα.
Αγαντάρω-αγάντα (Ενετική agguantare) = Κρατώ καλά, αντέχω.
Αριβάρω (Ιταλική arivare) = Καταπλέω σε λιμάνι, φθάνω.
Βάρδα (Ενετική bardar – Βάρδας στρατηγός Βυζαντίου) = Παραμέρισε.
Βερίνα (βερινιάζω) = Το στρίψιμο τού σχοινιού, το μπέρδεμα (στρίβω, μπερδεύω).
Κοτσάρω = Κρεμώ, συνδέω.
Κουμπάσο (Ιταλική compasso) = Ναυτικός διαβήτης για τον υπολογισμό τής απόστασης πάνω στο ναυτικό χάρτη.
Κροσάρω (Αγγλική cross) = Διασχίζω, διασταυρώνομαι.
Μαρέα (Ιταλική marea) = Παλίρροια.
Μάσκα (Ιταλική masca) = Η παρειά τής πλώρης, το μάγουλο.
Μπαρούμα (Ιταλική baroma) = Σχοινί λεπτότερο τής γούμενας.
Μπατάρω (Ιταλική battere) = Ανατρέπω-ομαι.
Μπίντα (Ιταλική bitta) = Η δέστρα.
Μπόσικο (Τουρκική bosic) = Χαλαρό.
Μπούκα (Ιταλική buca) = Στόμιο λιμανιού.
Μπούσουλας (Ιταλική bussola) = Η πυξίδα.
Νιτσεράδα (Ιταλική incerata) = Αδιάβροχο ρούχο από μουσαμά.
Ντόκος (Αγγλική dock) = Προβλήτας πρόσδεσης τού σκάφους μέσα σε λιμάνι.
Πρόσω = Κίνηση τού σκάφους προς τα εμπρός.
Ανάποδα = Κίνηση τού σκάφους προς τα πίσω.
Ραπόρτο (Ιταλική raporto) = Μήνυμα.
Ρεγουλάρω (Ιταλική regolare) = Ρυθμίζω λεπτομερώς ένα μηχάνημα ή μια συσκευή.
Ρίφια (Αγγλική reefs) = Σκόπελοι και ύφαλοι.
Ρέλια (Αγγλική rail) = Προστατευτικά κάγκελα.
Σκουλάρω (Ιταλική scolare) = Αδειάζω τα νερά τής θάλασσας.
Σπατσάρω (Ιταλική spazzare) = Τελειώνω, ξεμπερδεύω.
Τζιφάρι (Αραβική ziffar) = Αντλία αναρρόφησης, σιφώνι.
Ολοκληρώνοντας (;) εδώ αυτό το άρθρο, θα ήθελα να εκφράσω μια, εύλογη νομίζω, απορία. Γιατί, ενώ εμείς οι Ελληνες είμαστε από τούς πρώτους λαούς που βγήκαν στο πέλαγος και οι πρώτοι, εδώ και πολλές δεκαετίες, σε αριθμό πλοίων στην παγκόσμια εμπορική ναυτιλία, δανειζόμαστε ξένες λέξεις για να μιλάμε όταν ταξιδεύουμε στην αγκαλιά Της; Γιατί, ενώ η Ελληνική γλώσσα είναι η πλουσιότερη και η πληρέστερη γλώσσα τού πλανήτη, εμείς στη θάλασσα κάνουμε… αποποίηση κληρονομιάς και πνιγόμαστε σε μια κουταλιά νερό; Ας με συγχωρήσουν οι συνταξιδιώτες μου σ’ αυτό το διαδικτυακό περιοδικό αλλά, μολονότι όταν ταξιδεύω με το φουσκωτό μου χρησιμοποιώ την καθιερωμένη (ξένη) ναυτική ορολογία, στο πίσω μέρος τού κεφαλιού μου υπάρχει πάντοτε αυτή η απορία…
https://www.ribandsea.com/shiping/6-nautical.html