Η γερμανική γλώσσα παγκοσμίως διδάσκεται και μαθαίνεται όλο και περισσότερο ως δεύτερη ή σαν τρίτη ξένη γλώσσα. Ο καθηγητής πανεπιστημίου Δρ. Hans-Jürgen Krumm αναλύει στη συζήτηση, γιατί η επιδίωξη, τα Γερμανικά να γίνουν η πρώτη ξένη γλώσσα, είναι σημαντική για την ψυχολογία της μάθησης.
Κύριε Krumm, είναι δικαιολογημένη βασικά η επιδίωξη να γίνουν τα γερμανικά η πρώτη ξένη γλώσσα, λαμβάνοντας υπόψη την σπουδαιότητα των Αγγλικών;
Εντελώς αποφασιστικά: Ναι! Θα το θεωρούσα λάθος να κατατάσσουμε τα γερμανικά από δω και στο εξής μετά τα αγγλικά. Για το μαθησιακό κίνητρο είναι π.χ. σημαντικό, τα παιδιά καταρχάς να μαθαίνουν τη γλώσσα που μιλούν οι άνθρωποι που μένουν κοντά τους, τη γλώσσα αυτών που συναντούν, τη γλώσσα της γύρω περιοχής. Διαφορετικά καταλήγουν στο συμπέρασμα, ότι στον παιδικό σταθμό και στο σχολείο μαθαίνουν πράγματα, που δεν τα χρειάζονται αλλού. Αυτό θα ήταν ένα συμπέρασμα με εντελώς μοιραία επακόλουθα. Γι’ αυτό τα αγγλικά ως πρώτη ξένη γλώσσα είναι συχνά μια σχετικά λανθασμένη επιλογή.
Ειδικά στις γειτονικές χώρες, όπου υπάρχουν επαφές με τις γερμανόφωνες χώρες, όπου μπορεί κανείς να βλέπει γερμανόφωνη τηλεόραση, έχουμε πολύ καλά επιχειρήματα για τα γερμανικά ως πρώτη ξένη γλώσσα.
Και θα είχε νόημα, ν’ αρχίσουμε τότε με τα αγγλικά, όταν η αγγλική γλώσσα εισέλθει στο περιβάλλον των παιδιών – περίπου οκτώ ή εννιά χρονών, όταν αρχίζουν να ενδιαφέρονται για την ποπ μουσική.
Σε ποιο βαθμό τα Γερμανικά ως Ξένη Γλώσσα ωφελούνται από τα Αγγλικά;
Από πολλές απόψεις. Ίσως να διαμαρτύρεται κανείς, ότι η έκρηξη των ξένων γλωσσών τα τελευταία χρόνια αφορούσε ειδικά στα Αγγλικά. Όμως γενικά είχε σαν αποτέλεσμα, οι πολιτικοί να προσέξουν για πρώτη φορά τις γλώσσες – η πρωτοβουλία «Σχολεία: Σύντροφοι του Μέλλοντος» είναι ένα καλό παράδειγμα στο θέμα αυτό.
Και πιο συγκεκριμένα: Όποιος έχει μάθει ήδη Αγγλικά, έχει λιγότερες δυσκολίες στην εκμάθηση των Γερμανικών. Αλλά αυτό ισχύει φυσικά και στην αντίστροφα.
Πόσες ξένες γλώσσες αντέχουν να μάθουν λοιπόν οι μαθητές;
Συχνά η δεύτερη και η τρίτη ξένη γλώσσα στο σχολείο διδάσκονται μόνο πολύ λίγες ώρες …
Αυτό είναι καταστροφικό. Το σωστό θα ήταν, στην πρώτη ξένη γλώσσα να μεταβαίνει κανείς πολύ γρήγορα σε μαθήματα άλλου περιεχομένου, για να κερδίσει χρόνο για τις άλλες γλώσσες. Για παράδειγμα, μετά από τρία χρόνια εκμάθησης αγγλικών θα έπρεπε τα αγγλικά να περιορίζονται σε μία μόνο διδακτική ώρα καθαρά γλωσσικού μαθήματος και αντ’ αυτού να διεξάγονται στην αγγλική γλώσσα ένα ή δύο άλλα μαθήματα.
Για κάθε γλώσσα είναι σημαντικό να ξεκινά κανείς στην αρχή με πολλές ώρες. Αφενός χρειάζεται να εξοικειωθεί ακουστικά και να συνηθίσει την ξένη γλώσσα. Αφετέρου είναι σημαντικό για το κίνητρο μάθησης να κάνει κανείς την εμπειρία, ότι μπορεί να χρησιμοποιήσει τη γλώσσα αυτή. Με μια ώρα την εβδομάδα φαίνεται να διαρκεί έναν αιώνα, έως ότου μπορέσω να βιώσω στην πράξη την αξία της χρήσης της γλώσσας.
Συνηγορείτε υπέρ μιας „προγραμματικής πολυγλωσσίας“, δηλαδή υπέρ ενός διεξοδικά μελετημένου σχεδιασμού μια σειράς γλωσσών σε όλα τα εκπαιδευτικά συστήματα. Ποια είναι τα χαρακτηριστικά του;
Το πρώτο χαρακτηριστικό είναι να εξηγήσει κανείς στους γονείς και μαθητές με σαφήνεια, πότε, ποιά γλώσσα και πόσο καλά θα την μάθουν. Πολλοί γονείς φοβούνται, ότι το παιδί τους δεν θα μάθει αρκετά καλά αγγλικά. Πρέπει να σας διευκρινίσω, ότι επίσης και παιδιά, που αρχίζουν στην ηλικία των δέκα να μαθαίνουν μια ξένη γλώσσα, κατακτούν ένα υψηλό γλωσσικό επίπεδο. Αυτό μειώνει την πίεση, να επιλέξουν οπωσδήποτε τα αγγλικά ως πρώτη ξένη γλώσσα.
Το δεύτερο χαρακτηριστικό είναι η εντελώς συστηματική χρήση όλων των γλωσσών. Αυτό ξεκινά ήδη στο μάθημα της μητρικής γλώσσας. Εκεί θα έπρεπε κανείς να μάθει, ότι στη δική μας γλώσσα εμπεριέχονται ήδη όλες οι άλλες γλώσσες, που πρόκειται να μάθουμε σε δεδομένη χρονική στιγμή – για παράδειγμα ξενόφερτες λέξεις και διεθνείς εκφράσεις. Αυτό αντίστροφα σημαίνει, ότι στο μάθημα της ξένης γλώσσας πρέπει να γίνει συνειδητό, ότι γνωρίζουμε κιόλας σχετικά πολλές λέξεις.
Τρίτον: Θα έπρεπε να προχωρούμε σωρευτικά και όχι προσθετικά. Μέχρι τώρα η κάθε ξένη γλώσσα διδάσκεται, σαν να μαθαίνει ο άνθρωπος τον κόσμο απ’ την αρχή. Έτσι για παράδειγμα με κάθε νέα ξένη γλώσσα έμαθα εκ νέου να πηγαίνω στο ταχυδρομείο. Όμως περισσότερο θα έπρεπε να ξεκαθαρίσει κανείς, ποιες ξένες γλώσσες είναι ήδη δεδομένες και τι γίνεται με τις γλώσσες αυτές. Όταν εγώ σαν Ούγγρος ήδη έχω μάθει στα Αγγλικά, πώς να παραγγέλνω αεροπορικά εισιτήρια, δεν χρειάζεται να το μάθω ακόμα μια φορά με τα γερμανικά, – αφού σε όλο τον κόσμο αυτό γίνεται στα αγγλικά. Σαν δάσκαλος πρέπει να θέσω το ερώτημα: Τι επιπλέον κερδίζουμε με τα γερμανικά; Τι μπορώ να εκφράσω εγώ με τα γερμανικά, για το οποίο δεν χρειάζομαι οπωσδήποτε αγγλικά; Και κάτι ακόμα: Τι μπορώ να πάρω από τα αγγλικά, αφού οι γλώσσες είναι συγγενικές;
Σε σχεδιασμούς για την προώθηση της πολυγλωσσίας ζητείται, να συμπεριλάβουμε σε μεγαλύτερο βαθμό στο μάθημα τις υπάρχουσες γλωσσικές γνώσεις των μαθητών. Είναι όμως δυνατόν κάτι τέτοιο, όταν εγώ ο ίδιος σαν δάσκαλος δεν κατέχω τις γλώσσες, που είναι παρούσες στην αίθουσα διδασκαλίας;
Μα φυσικά. Μπορώ να χρησιμοποιήσω τους μαθητές, για να μού μάθουν στοιχεία για τη δική τους γλώσσα. Έτσι βελτιώνεται η ατμόσφαιρα στο μάθημα και αυξάνεται η προσοχή των μαθητών για τα γερμανικά, όταν τους επιτρέπεται να δείξουν και να πουν κάτι από τη δική τους γλώσσα.
Ας υποθέσουμε ότι μπορείτε να εκφράσετε μια ευχή για πραγματοποίηση, μια ευχή σχετική με την πολιτική της γλώσσας. Τι θα επιθυμούσατε;
Στα Γερμανικά ως Ξένη Γλώσσα εύχομαι, τα γερμανόφωνα ιδρύματα να μην αποσύρονται αποδεχόμενα χωρίς διαμαρτυρία, ότι τα γερμανικά είναι η δεύτερη ξένη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Θα έπρεπε, περιφερειακά και τοπικά, να ερευνηθεί με πολύ περισσότερη προσοχή, ποια επιχειρήματα δικαιολογούν μια συγκεκριμένη γλωσσική ιεράρχηση γλωσσών. Αυτά τα επιχειρήματα θα έπρεπε μετά να κατονομαστούν με σαφήνεια. Και όπου είναι δυνατόν, τα γερμανικά να καταλάβουν τη θέση της πρώτης ξένης γλώσσας, θα έπρεπε κανείς να επενδύσει ανάλογα.
Με τον Hans-Jürgen Krumm συζήτησε η Dagmar Giersberg.
Εργάζεται σαν ελεύθερη δημοσιογράφος στη Βόννη.
Copyright: Goethe-Institut e. V., Online-Redaktion
Μετάφραση: Αικατερίνη Στεφανάκη
(1)[Σημ.τ.μετ.] Landeskunde: η γνώση / επιστήμη της ιστορίας, της γεωγραφίας, της πολιτικής και του πολιτισμού μιας χώρας
Έχετε ακόμα ερωτήσεις γύρω από το άρθρο αυτό; Μπορείτε να μας γράψετε στην ηλεκτρονική διεύθυνση:
πηγή goetrhe.de