Home / HEADER-NEWS / 4ο Διεθνές Συνέδριο για την Κριτική Εκπαίδευση

4ο Διεθνές Συνέδριο για την Κριτική Εκπαίδευση

Δημοσιεύτηκε: 7:57 μμ Ιούλιος 30th, 2014  


10482904_1500100066872913_964733376853171600_n

ΚΕΙΜΕΝΑ: Γιώργος Γρόλλιος, Κώστας Σκορδούλης

Το 4ο Διεθνές Συνέδριο για την Κριτική Εκπαίδευση πραγματοποιήθηκε στη Θεσσαλονίκη στις 23, 24, 25 και 26 Ιούνη του 2014. Στην προκήρυξή του, εννιά μήνες νωρίτερα, τονίζαμε ότι η διεθνής οικονομική, κοινωνική και πολιτική κρίση του καπιταλισμού, καθώς και οι κυρίαρχες νεοφιλελεύθερες και νεοσυντηρητικές πολιτικές, επαναπροσδιορίζουν το ρόλο της εκπαίδευσης. Η εκπαίδευση γίνεται ολοένα και λιγότερο κοινωνικό δικαίωμα, μετατρέπεται σε εμπόρευμα προς πώληση και συρρικνώνονται τα δημοκρατικά και κριτικά χαρακτηριστικά της. Συνεπώς, η κατανόηση των αιτιών της κρίσης, των ειδικών μορφών που αυτή παίρνει σε διαφορετικές χώρες και οι πολλαπλοί τρόποι με τους οποίους επηρεάζει την εκπαίδευση, αποτελούν σημαντικά ερωτήματα για εκείνους που δεν περιορίζουν τις οπτικές και τη δράση τους στον ορίζοντα των νεοφιλελεύθερων, νεοσυντηρητικών και τεχνοκρατικών δογμάτων. Επιπλέον, στην ίδια προκήρυξη, υπογραμμίζαμε ότι το κίνημα της κριτικής εκπαίδευσης πρέπει να επανεξετάσει τις θέσεις και τις πρακτικές του υπό το φως της κρίσης, καθώς και τους δρόμους που η κρίση ανοίγει για την αμφισβήτηση και την ανατροπή του καπιταλισμού.

Το 4ο Διεθνές Συνέδριο (τα τρία προηγούμενα είχαν πραγματοποιηθεί με επιτυχία στην Αθήνα και στην Άγκυρα) αποτέλεσε ένα σημαντικό βήμα σε αυτή την κατεύθυνση, δηλαδή στην κατεύθυνση της ανάπτυξης ενός ισχυρού διεθνούς κινήματος κριτικής εκπαίδευσης. Έγινε μια πλατφόρμα διαλόγου για μάχιμους εκπαιδευτικούς και ακαδημαϊκούς, ενός διαλόγου ο οποίος ήταν ελεύθερος, δημοκρατικός και παραγωγικός. Παρουσιάστηκαν περισσότερες από 200 εισηγήσεις που προέρχονταν από κοντινές χώρες όπως η Τουρκία, η Ιταλία, η Πολωνία, η Γερμανία, η Αγγλία και η Ρωσία, αλλά και από μακρινές όπως η Χιλή, η Βραζιλία, οι Η.Π.Α., η Νότια Αφρική, η Αυστραλία και η Νέα Ζηλανδία. Τα θέματα των εισηγήσεων κάλυψαν ένα πολύ μεγάλο εύρος. Η εκπαιδευτική πολιτική, τα κινήματα στην εκπαίδευση, οι εναλλακτικές διδακτικές πρακτικές στα σχολεία, η θεωρία της κριτικής εκπαίδευσης, η διαπολιτισμική και αντιρατσιστική παιδαγωγική, η φιλοσοφία της παιδείας, τα αναλυτικά προγράμματα, η μεθοδολογία της εκπαιδευτικής έρευνας, η πανεπιστημιακή εκπαίδευση, οι γυναίκες και η εκπαίδευση, οι νέες τεχνολογίες της πληροφορίας και της επικοινωνίας στην εκπαίδευση, η σχέση των καλών τεχνών και του θεάτρου με την εκπαίδευση, ο ρόλος των εκπαιδευτικών περιοδικών στους κοινωνικοπολιτικούς αγώνες στην εκπαίδευση έγιναν αντικείμενο προβληματισμού, αναζήτησης και συζήτησης.

ΟΙ ΚΡΙΤΙΚΟΙ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟΙ ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΗΝ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΙΚΗ ΚΡΙΣΗ

Του Γιώργου Γρόλλιου

Απέναντι στην κρίση και την καπιταλιστική νεοφιλελεύθερη και νεοσυντηρητική αναδιάρθρωση, η κριτική εκπαίδευση επιχειρεί να συγκροτήσει ένα πλαίσιο τακτικής, δηλαδή ένα σύνολο θέσεων που αναφέρονται στο τι μπορούν να κάνουν οι εκπαιδευτικοί στην παρούσα συγκυρία. Η απελευθερωτική παιδαγωγική του Πάουλο Φρέιρε και πλευρές της κριτικής παιδαγωγικής, οι οποίες έχουν διαμορφωθεί με τη συμβολή εννοιών που προέρχονται από την παράδοση του Μαρξισμού, μπορούν να αξιοποιηθούν ως βάση για τη συγκρότηση αυτού του πλαισίου.

Πρωταρχική σημασία σε αυτή την κατεύθυνση έχει η απάντηση στο ερώτημα του ρόλου της εκπαίδευσης. Οι κριτικοί εκπαιδευτικοί δεν είναι αφελείς για να πιστεύουν στη δύναμη της επίσημης εκπαίδευσης να διαμορφώνει, κατά κύριο λόγο, την κοινωνία. Αντίθετα, η κοινωνία, ανάλογα με τη δική της δόμηση, διαμορφώνει την εκπαίδευση σε σχέση με τις ανάγκες των κοινωνικών τάξεων οι οποίες ελέγχουν την εξουσία. Ωστόσο, οι αντιφάσεις οι οποίες χαρακτηρίζουν την κοινωνία διαπερνούν την εκπαίδευση. Οι συγκεκριμένες σε κάθε συγκυρία και χώρα μορφές των δομών και των λειτουργιών, καθώς και η σχολική γνώση, αποτελούν προϊόντα κοινωνικών, πολιτικών και ιδεολογικών συγκρούσεων, εντός και εκτός της εκπαίδευσης.

Από τη σκοπιά της κυρίαρχης τάξης, η κύρια εργασία της εκπαίδευσης είναι να αναπαράγει την κυρίαρχη ιδεολογία. Η αναπαραγωγική εργασία της κυρίαρχης ιδεολογίας συνεπάγεται το θάμπωμα της πραγματικότητας, την παρεμπόδιση της απόκτησης κριτικής επίγνωσης από τους μαθητές, της κριτικής κατανόησης της πραγματικότητάς τους και της σύλληψης των αιτίων της ύπαρξης των γεγονότων. Η εκπαιδευτική εργασία η οποία αντιτάσσεται στην αναπαραγωγική διαδικασία δεν μπορεί να πραγματωθεί από εκπαιδευτικούς που υποστηρίζουν το κοινωνικοπολιτικό καθεστώς. Εκείνοι που θέλουν να αλλάξουν την κοινωνία πρέπει να δρουν μέσα στα σχολεία με σκοπό να αποκαλύπτουν την πραγματικότητα την οποία αποκρύπτει η κυρίαρχη ιδεολογία, κυρίως μέσω του αναλυτικού προγράμματος και των σχολικών εγχειριδίων.

Οι κριτικοί εκπαιδευτικοί εναντιώνονται στην άποψη σύμφωνα με την οποία η εκπαιδευτική πρακτική είναι διακριτή από την πολιτική πρακτική, άποψη που α) δεν βλέπει την εκπαίδευση ως χώρο όπου ασκούνται πολιτικές και διεξάγονται πολιτικές συγκρούσεις, ένα χώρο όπου η πάλη των τάξεων διεξάγεται με μια μεγάλη ποικιλία μορφών, β) δεν θέτει ερωτήματα για τους τρόπους παραγωγής της γνώσης και της επιστήμης, καθώς και για τη σχέση τους με την οικονομία και τις κοινωνικοπολιτικές σχέσεις εξουσίας και γ) δεν οδηγεί τους εκπαιδευτικούς να αξιοποιούν το περιεχόμενο της εκπαίδευσης αποκαλύπτοντας την πραγματικότητα στους μαθητές τους.

Οι κριτικοί εκπαιδευτικοί πρέπει να συζητούν τα προβλήματα της χώρας τους, του κόσμου τους, της εργασίας, της δημοκρατίας, δεν πρέπει να φοβούνται την ανάλυση της πραγματικότητας. Το περιεχόμενο των αντικειμένων της διδασκαλίας δεν πρέπει να διδάσκεται χωριστά από το κοινωνικό τους πλαίσιο, χωριστά από την κριτική συζήτηση σχετικά με την κοινωνική, πολιτική, οικονομική και πολιτισμική πραγματικότητα, χωριστά από άλλες μορφές γνώσης και από αξίες που σπάνια αποτελούν μέρος του αναλυτικού προγράμματος. Επίσης, η διδασκαλία του περιεχομένου πρέπει πάντοτε να συνδέεται με τη διδασκαλία τρόπων σκέψης και μελέτης, τρόπων προσέγγισης του αντικειμένου της γνώσης, καθώς και της σημασίας της έρευνας για τη γνώση. Το περιεχόμενο δεν είναι δυνατό να αποσυνδεθεί από την εξάσκηση του να σκέφτεται κάποιος ορθά.

Οι κριτικοί εκπαιδευτικοί οφείλουν να αντιμετωπίζουν τον κατακερματισμό και την πολυδιάσπαση της γνώσης, την άρνηση του ενιαίου χαρακτήρα της. Η κυρίαρχη παιδαγωγική προωθεί ένα ασύνδετο γαλαξία ρηχών γνώσεων ο οποίος δεν αναπτύσσει τη συνθετική σκέψη και προωθεί τη λογική της εργαλειακής χρήσης τους, με αποτέλεσμα να μη δίνει εφόδια για την ερμηνεία του φυσικού και κοινωνικού κόσμου. Έτσι, οι μαθητές αδυνατούν να κατανοήσουν συνολικά την κοινωνία, την αντιλαμβάνονται με στατικό – ανιστορικό τρόπο. Σε αντίθεση με αυτή τη λογική, οι εκπαιδευτικοί πρέπει να προωθήσουν την ουσιαστική και σε βάθος κατανόηση θεμάτων τα οποία προσεγγίζουν μαζί με τους μαθητές τους, χρησιμοποιώντας πορίσματα διαφορετικών επιστημονικών περιοχών.

Οι κριτικοί εκπαιδευτικοί αμφισβητούν το μύθο της αμάθειας των λαϊκών τάξεων που καλλιεργούν οι κυρίαρχες κοινωνικές τάξεις. Τα επίπεδα της λαϊκής γνώσης δεν είναι δυνατό να εξηγηθούν μεταφυσικά, αλλά ιστορικά και κοινωνικά. Κατά συνέπεια, ακριβώς τα επίπεδα της λιγότερο αυστηρής γνώσης που έχουν συγκροτηθεί με συγκεκριμένο τρόπο πρέπει να αποτελέσουν το σημείο από το οποίο θα ξεκινήσει η διδασκαλία. Όμως, η στήριξη στην εμπειρική γνώση των μαθητών δεν συνεπάγεται περιστροφή επ’ αόριστον γύρω απ’ αυτή τη γνώση, ούτε μυθοποίησή της.

Οι εκπαιδευτικές δυσκολίες θα μειώνονταν αν τα σχολεία έπαιρναν υπόψη τους την κουλτούρα, τη γλώσσα, τη γνώση των λαϊκών τάξεων για να τις επεξεργαστούν και να τις αξιοποιήσουν στο αναλυτικό πρόγραμμα. Οι κριτικοί εκπαιδευτικοί πρέπει να κατανοήσουν τη σημασία της γνώσης του συγκεκριμένου κόσμου εντός του οποίου οι μαθητές τους ζουν, των συγκεκριμένων προτιμήσεων, πεποιθήσεων, φόβων και επιθυμιών που τους διαμορφώνουν. Με άλλα λόγια, οι κριτικοί εκπαιδευτικοί δεν πρέπει να αγνοούν και να απαξιώνουν τη γνώση η οποία προέρχεται από τις βιωμένες εμπειρίες που οι μαθητές φέρνουν στο σχολείο, αλλά μέσω αυτής της γνώσης να οδηγούν τους μαθητές στην περισσότερο ακριβή – επιστημονική γνώση.

Η κριτική προς την παραδοσιακή εκπαίδευση δεν συνεπάγεται την άρνηση της ανάγκης οι εκπαιδευτικοί και οι μαθητές να διαβάζουν συνεχώς και με σοβαρότητα την κλασική φιλολογία για κάθε πεδίο γνώσης. Για παράδειγμα, στο πεδίο της κοινωνιολογίας, ανεξάρτητα από την αποδοχή ή την απόρριψή τους, οι μαθητές πρέπει να μελετούν το Μαρξισμό, το Θετικισμό, το Στρουκτουραλισμό, το Λειτουργισμό. Οι κριτικοί εκπαιδευτικοί δεν πρέπει να περιορίζονται στο να παρουσιάζουν τη δική τους ανάγνωση του κόσμου, κάτι που έχουν την υποχρέωση να κάνουν αφού το αντίθετο συνιστά μια υποκριτική αποδοχή της ανύπαρκτης ουδετερότητας της εκπαίδευσης. Πρέπει να αναδεικνύουν το γεγονός ότι υπάρχουν άλλες αναγνώσεις του κόσμου, διαφορετικές και συχνά ανταγωνιστικές με τις δικές τους.

Μια άλλη μορφή επιβολής, ενάντια στην οποία πρέπει να τοποθετούνται οι κριτικοί εκπαιδευτικοί αποτελεί η λεγόμενη αντικειμενικότητα και η μη–κατευθυντικότητα, αφού όταν ο εκπαιδευτικός δεν δημιουργεί τους όρους για να σκέφτονται κριτικά οι μαθητές, αυτό συνιστά μια συγκαλυμμένη επιβολή των συνθηκών που είναι υπεύθυνες για το καθεστώς της υποτέλειάς τους. Η άρνηση του αυταρχισμού δεν συνεπάγεται την κυριαρχία του τυχαίου και της επιτρεπτικότητας. Ο κριτικός εκπαιδευτικός δεν είναι διευκολυντής της μάθησης των μαθητών, είναι καθοδηγητής τους στον ανηφορικό δρόμο της μόρφωσης, του αγώνα και της κοινωνικής και πολιτικής χειραφέτησης.

Όλα τα προηγούμενα σχετικά με το τι μπορούν να κάνουν οι κριτικοί εκπαιδευτικοί στην παρούσα συγκυρία πρέπει να ενταχθούν σε μια σαφή στρατηγική στόχευση. Αυτή η στόχευση αφορά την επαγγελία μιας νέας κοινωνίας στην οποία δεν θα κυριαρχούν οι κοινωνικές τάξεις που αποδείχτηκαν όχι μόνο αναποτελεσματικές για την αντιμετώπιση της καπιταλιστικής κρίσης, αλλά είναι ακριβώς η κυριαρχία τους υπεύθυνη για την κρίση και τις συνέπειές της. Μια τέτοια σοσιαλιστική κοινωνία δεν μπορεί παρά να θεμελιώνεται στην κοινωνική – συλλογική ιδιοκτησία και στο δημοκρατικό έλεγχο των στρατηγικής σημασίας τομέων της οικονομίας και του τραπεζικού συστήματος, που θα συνδυάζονται με αξιοπρεπείς όρους ζωής, με την ουσιαστική δημόσια κοινωνική προστασία και υγεία, καθώς και με την ανάπτυξη δημοκρατικών λαϊκών θεσμών, της ελευθερίας του λόγου, του δικαιώματος στη διαφορετικότητα, της προσωπικής ελευθερίας.

Όμως, ο σοσιαλιστικός κοινωνικός μετασχηματισμός δεν περιορίζεται σε όσα προαναφέρθηκαν. Για να πραγματωθεί, κεφαλαιώδη σημασία έχει να αλλάξουν ριζικά οι συνειδήσεις και οι πρακτικές των ανθρώπων, πράγμα εξαιρετικά δύσκολο λόγω της ιδεολογικής κληρονομιάς αιώνων. Συνεπώς, ο ρόλος της εκπαίδευσης είναι κομβικής σημασίας: η παιδαγωγική διαδικασία πρέπει να είναι διαρκώς παρούσα και να αποτελεί ένα από τα πιο αποτελεσματικά όργανα τόσο για την προώθηση των δομικών αλλαγών όσο και για την προφύλαξη του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού από τον εκφυλισμό. Η εκπαίδευση που θα απελευθερώσει τις δημιουργικές δυνάμεις των λαϊκών κοινωνικών τάξεων δεν μπορεί να έχει ελιτίστικο χαρακτήρα, δεν μπορεί παρά να είναι λαϊκή και κριτική. Συνεπώς, αποτελεί επιτακτική αναγκαιότητα για το κίνημα της κριτικής εκπαίδευσης, στη σημερινή εποχή της κρίσης που το δίλημμα σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα είναι ταυτόχρονα τραγικά και ελπιδοφόρα επίκαιρο, να επιχειρήσει να απαντήσει στο ερώτημα του τύπου του σχολείου ο οποίος μπορεί να προωθήσει το σοσιαλιστικό μετασχηματισμό.

ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΚΑΙ ΤΙ ΖΗΤΑΕΙ Η ΚΡΙΤΙΚΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ

Του Κώστα Σκορδούλη

Το 4ο Διεθνές Συνέδριο Κριτικής Εκπαίδευσης ήλθε να προστεθεί στη σειρά των ήδη επιτυχημένων 3 πρώτων συνεδρίων στην Αθήνα και στην Άγκυρα, συμβάλλοντας στη θεμελίωση και περαιτέρω εδραίωση του χώρου της Κριτικής Εκπαίδευσης.

Η Κριτική Εκπαίδευση δεν είναι απλώς ένας διαφορετικός όρος για να πούμε τα ίδια πράγματα. Είναι ένας χώρος που φιλοδοξεί να ενσωματώσει στην παράδοση της παιδαγωγικής του Πάουλο Φρέιρε, τη μαρξιστική παράδοση των θεωρητικών προσεγγίσεων στην εκπαίδευση και τη διαρκώς ανανεούμενη εμπειρία των κοινωνικών κινημάτων αντίστασης.

Η πρώτη προσπάθεια εμπλουτισμού και ανανέωσης της κριτικής παιδαγωγικής έγινε από τον Πίτερ Μακλάρεν, όταν διαπιστώθηκε ότι οι κριτικοί παιδαγωγοί της παράδοσης του Φρέιρε στις ΗΠΑ έδειχναν τάσεις ενσωμάτωσης και συμβιβασμού με τις κυρίαρχες παιδαγωγικές απόψεις, αγνοώντας ότι η ριζική αλλαγή στην εκπαίδευση απαιτεί και μια ριζική αλλαγή των κοινωνικών δομών που τη στηρίζουν.

Ο Μακλάρεν εισήγαγε την «Επαναστατική Κριτική Παιδαγωγική» σε μια προσπάθεια διαφοροποίησής του από αυτό το κυρίαρχο κλίμα, πραγματοποιώντας ταυτόχρονα μια ρήξη με τον μεταμοντερνισμό που σάρωνε τα αμερικανικά πανεπιστήμια, καλώντας επί της ουσίας για μια επιστροφή στον Μαρξ και στην «κοινωνική τάξη» ως εννοιολογικό εργαλείο ανάλυσης.

Αυτή η διαφοροποίηση από την παραδοσιακή Κριτική Παιδαγωγική και ταυτόχρονα συγκρότηση ενός νέου Παραδείγματος στην Ευρώπη γίνεται μέσα από μια διαδικασία της οποίας τα Διεθνή Συνέδρια Κριτικής Εκπαίδευσης αποτελούν την πιο σημαντική συνιστώσα.

Ποιοι όμως είναι οι άξονες μέσα από τους οποίους συγκροτείται το νέο παράδειγμα στη ριζοσπαστική εκπαίδευση;

Ως τέτοιοι μπορεί να αναφερθούν:

1. Η επαναδιαπραγμάτευση και μελέτη των κλασικών μαρξιστικών αναλύσεων για την εκπαίδευση. Για παράδειγμα, από τα πιο σημαντικά είναι τα κείμενα του Λένιν για την εκπαίδευση των ενηλίκων όπως εμφανίζονται στη συλλογή κειμένων Για τον Πολιτισμό και την πολιτιστική επανάσταση (Μόσχα 1970), τα κείμενα του Τρότσκι για τα Προβλήματα της καθημερινής ζωής, των Μπουχάριν και Πρεομπραζένσκι για την «Κομμουνιστική Εκπαίδευση» (δηλαδή το κεφάλαιο 10 στο Αλφαβητάρι του κομμουνισμού), τα κείμενα του Λουνατσάρσκι για την αυτοεκπαίδευση των εργατών (Μόσχα 1981), του Γκράμσι από τα Τετράδια της φυλακής και οπωσδήποτε τα κείμενα των Αυστρομαρξιστών που αναφέρονται στην εμπειρία της «κόκκινης Βιέννης» (1919-1934).

Σε αυτή την επαναδιαπραγμάτευση των κλασικών, εξέχουσα θέση έχουν οι αναλύσεις του πρώιμου σοσιαλιστικού φεμινιστικού κινήματος για την εκπαίδευση, όπως αυτές εμφανίζονται μέσα από τα έργα της Αλεξάνδρας Κολλοντάι, της Ινέσσα Αρμάν και της Κλάρας Τσέτκιν. Η σύνδεση του σοσιαλιστικού φεμινιστικού κινήματος σήμερα με την Κριτική Εκπαίδευση περνάει μέσα από τη μελέτη των έργων των επαναστατριών του κόμματος των μπολσεβίκων.

2. Η μελέτη των εκπαιδευτικών θεσμών στις μεταβατικές κοινωνίες. Θα πρέπει να κάνουμε έναν διαχωρισμό ανάμεσα στις προσπάθειες «εναλλακτικής εκπαίδευσης» (π.χ. Μοντεσσόρι, Σάμμερχιλ), που έγιναν στο πλαίσιο μιας κοινωνίας με παγιωμένες κοινωνικοοικονομικές δομές, με εκείνες που εμφανίστηκαν σε κοινωνίες σε μετάβαση, όπου οι εκπαιδευτικοί θεσμοί αλλάζουν μορφή και περιεχόμενο σε πλήρη αλληλόδραση με τις κοινωνικές μεταβολές και εξελίξεις.

Ιδιαίτερη έμφαση απαιτείται να δοθεί στο ενιαίο σχολείο εργασίας που καθιέρωσε η Οκτωβριανή Επανάσταση, στις εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις στη Μοζαμβίκη του FRELIMO, στην καμπάνια κατά του αναλφαβητισμού στη σαντινιστική Νικαράγουα, στα σχολεία της ζαπατιστικής κοινότητας της Τσιάπας και στην εκπαιδευτική μεταρρύθμιση στη Βενεζουέλα του Τσάβες, όπου ο σύντροφός μας Μακλάρεν έπαιξε ενεργό ρόλο.

3. Η νεοφιλελεύθερη επίθεση στην εκπαίδευση και η απάντηση του κινήματος των εκπαιδευτικών. Ο ρόλος του εκπαιδευτικού είναι κεντρικός σε κάθε προσπάθεια αλλαγής στην εκπαίδευση. Για την Κριτική Εκπαίδευση, ο εκπαιδευτικός δεν είναι απλός διεκπεραιωτής του αναλυτικού προγράμματος, ακόμα ένας παράγοντας στον ιμάντα μεταβίβασης που ξεκινά από το υπουργείο και φτάνει στη σχολική τάξη, αλλά οργανικός διανοούμενος του μετασχηματισμού, που μέσα από τη διδασκαλία του θα μετασχηματίσει τις συνειδήσεις των μαθητών του.

Ως εκ τούτου, το πώς ο εκπαιδευτικός ως συλλογικό υποκείμενο στέκεται απέναντι στη νεοφιλελεύθερη επίθεση που σήμερα αποτελεί την κυρίαρχη μορφή της επίθεσης του κεφαλαίου στην εργασία είναι κεντρικό ζήτημα της Κριτικής Εκπαίδευσης.

Επειδή η εκπαίδευση δεν είναι απλώς και μόνο ένας ιδεολογικός μηχανισμός του κράτους αλλά πρώτα και κύρια ένας μηχανισμός αναπαραγωγής του κεφαλαίου μέσα από το βάθεμα της αντίθεσης πνευματικής-χειρωνακτικής εργασίας και ταυτόχρονης προλεταριοποίησης της πνευματικής εργασίας, η βίαιη προλεταριοποίηση του εκπαιδευτικού με όποιες συνέπειες έχει στην προσωπική, επαγγελματική και κοινωνική ζωή του αποτελεί κομβικό σημείο έρευνας για την Κριτική Εκπαίδευση.

4. Τα κοινωνικά κινήματα αντίστασης ως εκπαιδευτικοί οργανισμοί. Τα κινήματα αντίστασης στην εκπαίδευση θα πρέπει να ιδωθούν σε συνάρτηση όχι μόνο με τις αντιστάσεις του ευρύτερου εργατικού κινήματος αλλά και σε σχέση με τα άλλα κοινωνικά κινήματα αντίστασης, όπως είναι τα κινήματα πολιτιστικής αντίστασης (διεκδίκησης δημόσιου χώρου, εναλλακτικής τέχνης, συλλογικών μορφές έκφρασης) και τα ιστορικά κοινωνικά κινήματα: το φεμινιστικό, το LGBTQ, το οικολογικό κλπ. Και αυτό από την άποψη ότι είναι πλέον αποδεκτό στη ριζοσπαστική κοινωνική θεωρία ότι τα κοινωνικά κινήματα παράγουν γνώση και ταυτόχρονα εκπαιδεύουν τα μέλη τους μέσα από την αμφισβήτηση των κυρίαρχων κοινωνικών στερεοτύπων, προβάλλοντας άλλες μορφές συμπεριφοράς και κοινωνικής ζωής. Η Κριτική Εκπαίδευση ορίζεται και καθορίζεται μέσα από το εργατικό κίνημα και τα κοινωνικά κινήματα αντίστασης, τα οποία αποτελούν συστατικό μέρος της.

Με αυτές τις παραδοχές, το 5ο Διεθνές Συνέδριο Κριτικής Εκπαίδευσης, που θα γίνει στην Πολωνία τον Ιούνιο του 2015, αναμένεται ότι θα μορφοποιήσει ακόμα περισσότερο τους συγκεκριμένους άξονες συγκρότησης και ταυτόχρονα θα εμπλουτίσει τον προβληματισμό μας με τις εμπειρίες των νέων συντρόφων και ακτιβιστών της εκπαίδευσης που θα δούμε εκεί.

Εφημερίδα ΠΡΙΝ, 27.7.2014

https://ekpaideusikaikoinonia.wordpress.com/


 

Σχολιάστε το άρθρο

Το email σας δεν θα δημοσιευθεί Required fields are marked *

*

Δημοφιλή άρθρα



Sorry. No data so far.

x

ΑΥΤΟ ΤΟ ΔΙΑΒΑΣΑΤΕ ?

ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ ΕΚΔΗΛΩΣΗΣ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝΤΟΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΩΝ ΓΙΑ ΑΠΟΣΠΑΣΗ ΣΤΟ ΕΞΩΤΕΡΙΚΟ 2023-2024

Το Υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων προκειμένου να προβεί στην έγκαιρη στελέχωση των ...